ΕΤΡΟΥΣΚΙΚΟ ΟΝΕΙΡΟ

Αρχαιολογικές ψευδο-
επιστημονικές εξηγήσεις
για την κατασκευή
του ιταλικού έθνους


«Η Ιταλία φτιάχτηκε, μένει τώρα να φτιαχτούν και οι Ιταλοί», δήλωσε ο Τορινέζος πολιτικός Massimo Taparelli (1798-1866) στην πρώτη σύνοδο της Βουλής του ενωμένου ιταλικού βασιλείου με τα πολλά ακατανόητα μεταξύ τους ιδιώματα, που επιπλέον ήταν χωρισμένο σε δυο μέρη: ο Βορράς είχε τις ελεύθερες κοινότητες και ο Νότος τους βαρόνους, που συντέλεσαν στη μέχρι σήμερα καθυστερημένη οικονομική και κοινωνική ανάπτυξή του.

Μετά το Risorgimento το «ενοποιημένο έθνος» διακινούνταν σαν ενδιάμεση βαθμίδα ανάμεσα στο άτομο και το Θεό, στο οποίο η Θεία Πρόνοια είχε αναθέσει την εκπλήρωση μιας αποστολής, ένα θεϊκό σχέδιο για το οποίο οι πολίτες όφειλαν να αγωνίζονται να εκπληρώσουν: πρόκειται για την εικόνα που αποδομεί ο Gellner όταν καταγγέλλει ότι «τα έθνη ως φυσικός, ελέω Θεού τρόπος ταξινόμησης των ανθρώπων, ως κληρονομικό, πολιτικό πεπρωμένο, είναι μύθος».

Το νέο κράτος έκρινε απαραίτητη μια κεντρική πολιτική που θα αναδείκνυε την κοινή πολιτιστική κληρονομιά των πρότερα διαιρεμένων βασιλείων και θα δικαίωνε τις επιλογές της νέας εξουσίας. Ωστόσο εδώ η αρχαιολογία, όπως και στην ελληνική περίπτωση, δεν χρειάστηκε ν΄ αποδείξει τη «φυλετική σχέση» Ιταλών και Ρωμαίων: η χώρα ήταν διάσπαρτη από μνημεία της δημοκρατικής και αυτοκρατορικής περιόδου και οι Ευρωπαίοι μελετητές, σε συνδυασμό και με το Grand Tour, είχαν καταστήσει το ερώτημα της εθνικής ταυτότητας περιττό. Έτσι δόθηκε έμφαση στην ίδια την αρχαιολογική έρευνα με αξιοσημείωτα αποτελέσματα σε επίγειες και ενάλιες ανασκαφές και με την ίδρυση πολυάριθμων μουσείων, ενώ συνάμα γλυπτά των σύγχρονων θεοτήτων του εθνικού κράτους, πατριώτες και λόγιοι-υπέρμαχοι της ενοποίησης, κόσμησαν κεντρικούς δρόμους και πλατείες. [Στο όνομα του ανιδιοτελούς πατριώτη Giuseppe Garibaldi (1807-1882) και των ερυθροχιτώνων του θεσπίστηκε η «νέα θρησκεία» με «ιερό σύμβολο» τη Ρώμη και οι πάνδημες γιορτές του Αγίου Ιωσήφ (Giuseppe), ενώ ο «θείος» λόγος του τυπώθηκε σε χιλιάδες φύλλα που αναρτήθηκαν στις πλατείες και του τελευταίου χωριού].

Παρά ταύτα ο υποβαθμισμένος Νότος βρέθηκε στην πιεστική θέση να πείσει την Ευρώπη για την «ευρωπαϊκή κουλτούρα» του, αλλά πρώτα-πρώτα την ίδια την Ιταλία για το δικαίωμά του να συνδέεται ισότιμα μαζί της σε επίπεδο οικονομικό και εθνικής εκπροσώπησης. Για το σκοπό αυτό, τέλη του 19ου η αρχαιολογία επιστρατεύτηκε στα αρχαία κατάλοιπα που φιλοξενούσε στα εδάφη του ως Magna Crecia ─καίτοι η μελέτη των ελληνικών αρχαιοτήτων σκόνταφτε στην ιταλική εθνική ιδέα─, αποβλέποντας σε μια πολιτική και πολιτισμική σύνδεση με τη Ρώμη: από την Πομπηία και το Paestum μέχρι τον Τάραντα, την Calabria και τις σικελικές αρχαιότητες, η Ιταλία του Mezzogiorno διεκδικούσε ρόλο εθνικό, πολιτικό και τουριστικό.

IMAGE DESCRIPTIONΚι όταν οι ανασκαφές ανέσυραν πλήθος αρχαϊκών ελληνικών πόλεων, το επόμενο βήμα, στις αρχές του 20ού, ήταν να ανασκάψουν τους αρχαίους οικισμούς των αυτοχθόνων στη Σικελία και τη νότια Ιταλία με επικεφαλής δραστήριους αρχαιολόγους από το Νότο (Paolo Orsi, Uberto Zanotti Bianco, Paola Zancani). Η εθνικοποίηση είχε γίνει, το ίδιο και η «ευρωποίηση». Το τελευταίο στάδιο που θα ολοκλήρωνε τον ιδεολογικό και πολιτικό στόχο ήταν η ιδρυματοποίηση των ευρημάτων. Έτσι, οι ίδιοι αρχαιολόγοι προχώρησαν στην ίδρυση επιστημονικών ινστιτούτων ώστε η «Μεσημβρινή Ιταλία» να συμπεριλαμβάνεται επάξια στο άρθρο 9 της Costituzione Repυbblica.

Στον ιταλικό βορρά οι ανακαλύψεις στο Vulci, πόλη που ανήκε στη Δωδεκάπολη της Ετρουρίας, ανοίγουν νέους ορίζοντες στη γεμάτη αυτοπεποίθηση ─κατά τον Schnapp─ ετρουσκική αρχαιολογία: Η Ιταλία των τελών του 19ου ζει ένα «ετρουσκικό όνειρο» ανάλογο με το «γαλατικό» των Γάλλων, το «δρυιδικό» των Βρετανών ή το «βικινγκικό» των Σκανδιναβών. Οι Τοσκανοί ─ούτως ή άλλως σε υψηλή εκτίμηση λόγω της φλωρεντινής Αναγέννησης αλλά και της εύηχης διαλέκτου τους που επιλέχτηκε ως επίσημη ιταλική γλώσσα─ θεωρούνται «απόγονοι» των Ετρούσκων και η ετρουσκολογία γίνεται «ετρουσκομανία» όταν ανακαλύπτονται οι πρώτοι τάφοι με ζωγραφικές παραστάσεις.

Πλήθος ψευδοεπιστημονικών εξηγήσεων δόθηκαν τότε περί μυστηρίων λόγω της ασαφούς γλώσσας στα επιτύμβια κείμενα και μόνο ο Massimo Pallottino (1909-1995) του Πανεπιστημίου «La Sapienza» Ρώμης είχε διατυπώσει μια ψύχραιμη άποψη στο βιβλίο του Etruscologia (1942). Η «ετρουσκομανία» θυματοποίησε και τα «ετρουσκικά» αγγεία που ανακαλύφθηκαν στην περιοχή που καταλάμβανε η αρχαία Ετρουρία, και τα οποία, όπως τελικά αποδείχτηκε, προέρχονταν από εργαστήρια της Ιωνίας. Και πάντως, όπως σημειώνει ο Guidi, μολονότι οι πρωτοπόροι της προϊστορικής αρχαιολογίας προέρχονταν από το Βορρά και συνδέονταν με την ιδιαίτερα ανεπτυγμένη αστική βιομηχανική τάξη του 19ου ενώ οι κλασικοί αρχαιολόγοι-μελετητές της ετρουσκικής και της ρωμαϊκής κουλτούρας προέρχονταν από τον υποβαθμισμένο Νότο που έσφυζε λαϊκών μυθευμάτων, ήταν εξίσου έντονα επηρεασμένοι από τον ιταλικό εθνικισμό, τουλάχιστον μέχρι την πτώση του Mussolini. (Δυο δηλαδή περιοχές ως σήμερα οικονομικά και ταξικά αντίθετες αφού παραμένουν διαχρονικά προσδεμένες η πρώτη στο άρμα της αστικής βιομηχανικής ανάπτυξης και η δεύτερη στα πρότυπα των μεγάλων γαιοκτησιών/φέουδων).

Το 1901 ο Giuseppe Sergi (1841-1936), στο γνωστό ιδεολογικό πλαίσιο που είχε παγιδεύσει τους περισσότερους Ευρωπαίους λόγιους και επιστήμονες στην αναζήτηση της εξέχουσας φυλής, απαντά στους Γερμανούς και το «νορδικό μοντέλο» τους με το The Mediterranean Race, πόνημα που αναδεικνύει τους ανθρώπους της Μεσογείου ως τους δημιουργούς των σημαντικότερων αρχαίων πολιτισμών· αιγυπτιακού, ελληνικού, καρχηδονιακού, ρωμαϊκού. Επί πρωθυπουργίας Mussοlini (1922-1943), αυτός, ο «πρώτος καλλιτέχνης της χώρας» ─όπως του άρεσε να αυτοχαρακτηρίζεται─, δίνει πνοή στο φιλολογικό και καλλιτεχνικό κίνημα του Novecento («Εικοστός Αιώνας») που εξέφραζε την ισχύ και τα επιτεύγματα του φασισμού αντλώντας θεματολογία από την αρχαία λατινική οικογένεια και την αντρική δουλειά που είχε βιώσει πλάι στον μεταλλουργό πατέρα του, και αντιγράφοντας στην αρχιτεκτονική τη μεγάλη κλίμακα των οικοδομημάτων της αυτοκρατορικής Ρώμης που, ως ιδεώδες, επιζούσε μαζί με το «mare nostrum» στους πολιτικούς του λόγους.

IMAGE DESCRIPTIONΟ αρχαιολόγος Giacomo Boni (1859-1925), διευθυντής ανασκαφών στο Palatino και το Foro Romano, θιασώτης του «Marcia su Roma» (1922) αναζήτησε στο φασισμό το στήριγμα στις εθνικιστικές αρχαιολογικές τάσεις του. Ως γερουσιαστής το 1923 έγινε δραστήριος ερμηνευτής της αναγέννησης του ρωμαϊσμού. Ανασύνθεσε το έμβλημα fascis (δέσμη ράβδων) της ρωμαϊκής υπατείας κληρονομημένο από τους Ετρούσκους και το καθιέρωσε ως σήμα του φασιστικού κόμματος και επανέφερε πάνδημες εορτές όπως τα Palilia (προς τιμή της ρωμαϊκής θεάς Pale των ποιμένων) στις 21 Απριλίου, την αποκαλούμενη ─από τον Ferro─ «εθνικά σημαντική ημερομηνία» της ίδρυσης της Ρώμης κατά το μύθο.

Ως επικεφαλής αρχαιολόγος, παρά τις σχολαστικές ανασκαφικές μεθόδους του ─που αναμφίβολα συνέβαλαν θετικά στην ιταλική αρχαιολογία όπως απέδειξε η στρωματογραφία του 1970─ συνόδευε τα ευρήματά του με μια ερμηνεία θεμελιωμένη στην προσωπική του ιδεοληψία, όπως τη θεωρία των πατρικίων (άριοι) και των πληβείων (μεσογειακοί) με την οποία επιδίωξε να εξηγήσει την παρακμή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας καθώς κατ΄ αυτόν το ανατολίτικο/μεσογειακό στοιχείο είχε διαφθείρει αυτό των πατρικίων. Οι δραστηριότητές του σχετίστηκαν αποκλειστικά, από ένα σημείο και μετά, με την αναβίωση του ρωμαϊσμού και την παγίωση μιας δημόσιας εικόνας της πόλης που θα χαρακτήριζε η συγχώνευση των ιδεών της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας με αυτή του φασισμού, και για το λόγο αυτό απέδιδε αυθαίρετες ατεκμηρίωτες ερμηνείες στα ευρήματά του. Για την εθνικιστική του ιδεοληψία καταγγέλθηκε ως chiaccherone από τον μαρξιστή αρχαιολόγο και ιστορικό Ranuccio Bandinelli (1900-1975).

IMAGE DESCRIPTIONΤο 1928, εστάλη ανασκαφική ομάδα υπό τον Luigi Maria Ugοlini (1895-1936), φίλο του φασιστικού ιδεώδους, να μελετήσουν το ρωμαϊκό Buthrotum (Βουθρωτόν) με γεωπολιτικές κυρίως βλέψεις παρά επιστημονικές: ο Duce ήθελε να καταστήσει σαφές ότι η Αλβανία συνέχιζε να αποτελεί οργανικό τμήμα της Ιταλίας όπως στο παρελθόν η Ιλλυρία για τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Οι ανασκαφές των Ιταλών στην Αλβανία συνεχίστηκαν και κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου πολέμου ωσότου απαγορεύτηκαν από τον Enver Hoxha (1908-1985), ο οποίος με τη σειρά του υποστήριξε ιδιαίτερα την εγχώρια αρχαιολογία στην προσπάθειά του να καταδείξει την ιλλυρική καταγωγή των Αλβανών.

IMAGE DESCRIPTIONΣτις αρχές του 1930 ο Mussοlini επιστράτευσε την αρχαιολογία στη μεγαλύτερη ανασκαφή που έκτοτε έχει λάβει χώρα στη Ρώμη, στο fοrυm. Με εντολή του, και παρά τις όποιες αντιρρήσεις λόγω της αναμενόμενης καταστροφής των επιτόπιων αρχαιοτήτων, διανοίγεται η Via del Impero όπως την ονόμασε (νυν Via dei Fori Imperiali), για να διασχίζει παρελαύνοντας ως νέος αυτοκράτορας της Ρώμης τα αρχαία fora και να καταλήγει στο κτήριο του Palazzo Venezia απ΄ όπου έβγαζε λόγους στο πλήθος.

Τέλη της δεκαετίας του 1930 ο Mussolini προχωράει σε «εθνικοποίηση» στις βαλκανικές περιοχές που είχε καταλάβει. Υψώνει ιταλικά μνημεία, μετατρέπει σε ιταλικά τα σλαβικά επώνυμα (π.χ. το Γκολούμποβιτς σε Κολόμπο) και τα ονόματα δρόμων και πόλεων (π.χ. Split σε Spalato) και υποχρεώνει σε εκδόσεις, ακόμα και των εφημερίδων, μόνο στην ιταλική γλώσσα. Ήταν η πολιτική της αρχαίας Ρώμης να καταλαμβάνει, να ρωμαιοποιεί και τώρα, στο φασιστικό εθνοκεντρισμό του Mussolini, να εξιταλίζει, κι όπου, για να περιοριστούν οι «εχθροί του έθνους» ─Ιταλοί διανοούμενοι συμπεριλαμβανομένων─ ίδρυσε πάνω από 200 στρατόπεδα συγκέντρωσης σε Γιουγκοσλαβία, Ιταλία και Αλβανία.

Αλλά η ιδεοληψία για την αρχαία Ρώμη έδινε το συγχωροχάρτι στον φασισμό: όπως σχολίασε ο καθηγητής Κλασικών στο Πανεπιστήμιο Lincoln (Pennsylvania) Philip Miller, συχνά οι Αμερικανοί καθηγητές των λατινικών επέστρεφαν στις τάξεις μετά από ένα καλοκαιρινό ταξίδι στην Ιταλία ενθουσιασμένοι από τα μνημεία της αρχαίας Ρώμης και με το ζήλο να επαινέσουν το Mussolini. Κι ούτε οι βιαιότητες του φασισμού, ούτε η γενοκτονία στην Αιθιοπία τους απασχολούσε καθώς όλα δικαιολογούνταν στη βάση τού ότι ο Mussolini ήταν φανατικός κλασικιστής και ανέσκαπτε το Forum του Αύγουστου, μολονότι δεν ήταν διόλου απαραίτητη σύνδεση ενός καλού λατινιστή κι ενός θαυμαστή του Mussolini.



Σημείωση:
Το παραπάνω άρθρο είναι απόσπασμα από την εργασία
με τίτλο: «Ο εθνικισμός στην αρχαιολογία της Δύσης»
(pandemos.panteion.gr).
Ο τίτλος κι ο υπότιτλος είναι της «Ελεύθερης Έρευνας».




Η Καλλιόπη Παυλή από τη Σάμο, είναι απόφοιτος σπουδών Μ.Μ.Ε. (Αθήνα) και Ιστορίας (Πάτρα), με υποτροφία στη δεύτερη σχολή. Έζησε στον Καναδά και σε χώρες της Ευρώπης, και έχει ταξιδέψει στη Βόρεια Αφρική και τη Μέση Ανατολή. Επιστρέφοντας εργάστηκε στον αρχαιολογικό τουρισμό αρχίζοντας παράλληλα μεταπτυχιακές σπουδές στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Παν/μίου, με τίτλο της διπλωματικής «Ο Εθνικισμός στην Αρχαιολογία της Δύσης». Η μεταπτυχιακή εργασία της περιλήφθηκε στην Ενδεικτική Θεματική Βιβλιογραφία για τους φοιτητές του σεμιναρίου «Νεο-Ελληνική Εθνική Ιδεολογία» του καθηγητή Στ. Πεσμαζόγλου.

Μετά και από τα ταξίδια στην Τουρκία που συνδέονταν με τη διατριβή της («Αρχαιολογώντας την terra desiderata: η Μεγάλη Ιδέα των αρχαίων υλικών καταλοίπων»), στην οποία εξετάστηκαν οι ανασκαφές που πραγματοποιήθηκαν από το Αρχαιολογικό τμήμα της Αρμοστείας Σμύρνης στη Μ. Ασία κατά την περίοδο της ελληνικής κατοχής (1919-1922), ανακηρύχθηκε δρ. Ιστορίας το 2012.

Το 2014 εξέδωσε το βιβλίο: Εις το όνομα του πολιτισμού. Η ιδεολογία των ανασκαφών στη Μικρά Ασία κατά την μικρασιατικήν κατοχήν υπό της Ελλάδος (1919-22), εκδόσεις Ισνάφι.

Έχει συμμετάσχει ως ομιλήτρια σε εγχώρια και διεθνή συνέδρια, ως μέλος της επιστημονικής επιτροπής και της οργανωτικής επιτροπής σε διεθνή συνέδρια, σε ανασκαφές στη Λήμνο υπό τη διεύθυνση του καθηγητή Προϊστορικής Αρχαιολογίας Νικ. Ευστρατίου, έχει δημοσιεύσει άρθρα, ανήκει στο editorial board του Int. Journal SCS και είναι μεταδιδακτορική ερευνήτρια στο Κ.Ε.Ν.Ι. με θέμα την αποικιοκρατία του ύστερου 19ου-πρώιμου 20ού αιώνα και την πρόσληψή της από την εγχώρια λογιοσύνη εν όψει της μικρασιατικής εκστρατείας.

Τα ακαδημαϊκά ενδιαφέροντά της συνδέονται με τη μυθολογική θεμελίωση των εθνικών κρατών που περνά και από την κατά βούληση αρχαιολογική ερμηνεία, μέσα από την οποία επιβάλλεται η γεωγραφία και η πολιτική τους. Μιλάει αγγλικά, γαλλικά και ιταλικά.