Η κωμωδία του σεξ
Η Λίντα είναι ένα από τα δεκάδες κορίτσια που προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στο Spermint Rhino, που είναι το καλύτερο στριπτιζάδικο του Λας Βέγκας, στην Ιντάστριαλ Ρόουντ.
Είναι πολύ όμορφη. Πολύ γυμνή. Μόνο γόβες-στιλέτο, που την κάνουν να φαίνεται το ίδιο ψηλή μ΄ εμένα, κι ένα στρινγκ με στρας που υπογραμμίζει μια τέλεια μέση, ωραίους χυτούς χρυσαφένιους γλουτούς και δημιουργεί πάνω στο φύλο μια λεπτή κυψελωτή πανοπλία.
«Πάει εκατό δολάρια», μου λέει, αρχίζοντας να λικνίζει τους γοφούς, με τα χέρια πάνω στους μηρούς, τα στήθη προτεταμένα, τα μετρίου μήκους ξανθά, αναγκαστικά ξανθά, μαλλιά της να μου χαϊδεύουν το πρόσωπο, αλλά με βλέμμα σκληρό και ψυχρό, εξίσου τέλεια απαλλαγμένο από οποιοδήποτε συναίσθημα με εκείνο ενός ρομπότ.
«Πάει εκατό δολάρια», επαναλαμβάνει, πιο δυνατά, γιατί η μουσική έχει γίνει εκκωφαντική. «Διακόσια στο πριβέ σαλόνι. Συν τη σαμπάνια, εννοείται».
Θεωρώντας ότι είδα ό,τι είχα να δω σε αυτήν την αίθουσα με αυτούς τους μπιροπότες που ήρθαν κατά ομάδες και άραξαν μπροστά στις χορεύτριες, που έχουν όλες τούς ίδιους γλουτούς, τα ίδια μαλλιά, τα ίδια υπερβολικά στρογγυλά στήθη με τη Λίντα και μοιάζουν πράγματι σαν κλώνοι, λέω ναι, γιατί όχι, ας δοκιμάσουμε το πριβέ σαλόνι. Και να τη να με παίρνει από το χέρι και, λικνίζοντας τα οπίσθια, παραμερίζοντας, με μια ζωηρή κίνηση ή με κάποια λέξη που δεν καταλαβαίνω, τους κλώνους που συναντάμε στο διάβα μας και που προσπαθούν προκλητικά να με τραβήξουν προς το μέρος τους, με πηγαίνει μέσα σε μια μικρότερη αίθουσα, με μοβ μακέτα, χαμηλά τραπέζια, απαλή μουσική, μισοσκόταδο — το μόνο πρόβλημα είναι ο υποτιθέμενος «πριβέ» χαρακτήρας της, καθώς βρίσκονται ήδη εκεί, αραγμένοι και αυτοί, μισή ντουζίνα άντρες, των οποίων δεν καλοδιακρίνω αρχικά τη σιλουέτα αλλά που ο καθένας τους περιβάλλεται από μια ή περισσότερες χορεύτριες που ασχολούνται με ζήλο μαζί του.
«Έλα να καθίσεις», λέω στη δική μου, της οποίας τα μηχανικά χοροπηδήματα, το μόνιμο χαμόγελο, οι στερεότυπες πόζες αρχίζουν ήδη να με κουράζουν. «Προτιμώ πρώτα να μιλήσω λίγο».
Ένα φυσιολογικό κορίτσι στη θέση της, ακόμα και μια πόρνη, θα εκπλησσόταν. Θα ανησυχούσε. Πας καλά; Θα μου έλεγε. Δε σου αρέσω; Είσαι πούστης; Αυτή όχι. Τίποτε. Μηχανική και εδώ, υπάκουη, κάθεται χωρίς να ζητά τα ρέστα πάνω στον καναπέ απέναντί μου και μου τείνει με απλανές, παράξενα θολό βλέμμα το ποτήρι της για να της σερβίρω σαμπάνια.
«Πόσω χρονών είσαι;» τη ρωτάω.
«Είκοσι ενός».
Την κάνω άνετα τρία λιγότερα. Όμως διάβασα στο περιοδικό του ξενοδοχείου ότι η κομητεία έχει γίνει ιδιαίτερα προσεκτική στο θέμα των ανήλικων κοριτσιών. Οι Λίγκες της Αρετής ήθελαν περισσότερα. Η ιδέα τους εκείνη την εποχή ήταν να παραμένουν τα κορίτσια πάνω στις εξέδρες, να απαγορευτεί οποιαδήποτε φυσική επαφή με τον πελάτη και να κωδικοποιηθεί ακόμα και ο τρόπος που δίνονται τα φιλοδωρήματα, των οποίων η διαδρομή από το χέρι στο σλιπ τούς φαινόταν ως το αποκορύφωμα της φρίκης και της διαστροφής.
Αλλά, δυστυχώς γι΄ αυτούς, οι δικηγόροι των λεσχών αποδείχτηκαν οι καλύτεροι. Επικαλέστηκαν την Πρώτη Τροπολογία για να αποδείξουν ότι το Ιαρ dancing είναι μια μορφή όχι συμπεριφοράς, αλλά έκφρασης και ότι, υπ΄ αυτή την ιδιότητα, προστατεύεται από το Σύνταγμα. Και έτσι, οι Λίγκες κατάφεραν απλώς να υπάρχει λίγο περισσότερη αυστηρότητα ως προς τη συμμετοχή των ανήλικων κοριτσιών σ΄ αυτά τα μικρά βακχεία.
Και από πότε το κάνεις αυτό; Από πότε στο Spermint Rhino;»
«Ω! Είναι η πρώτη φορά», απαντά ναζιάρικα, μ΄ ένα μορφασμό δήθεν κοριτσιού που συνελήφθη σ΄ ένα απαγορευμένο παιχνίδι. «Είμαι φοιτήτρια. Ζω στο Λος Άντζελες. Είναι το πρώτο μου βράδυ».
Αμφιβάλλω και γι΄ αυτό. Καθώς επιπλέον το ίδιο μού είπαν όλα τα κορίτσια από τα οποία πήρα συνέντευξη στην άλλη αίθουσα — αρχίζοντας από τη σούπερ-επαγγελματία, σχεδόν ακροβάτιδα, που, καθώς τριβόταν πάνω στο επιχρωμιωμένο κοντάρι του κεντρικού βάθρου, προσποιούμενη αυνανισμό, πεολειχία ή, με τα ίδια της τα δάχτυλα, σοδομισμό, υποδεχόμενη ανάμεσα στα πόδια της, στους μηρούς της ή, πράγμα ακόμα πιο γαργαλιστικό, στους γλουτούς της, τα χαρτονομίσματα των δέκα δολαρίων που της μοίραζαν, είχε ξετρελάνει μια ομάδα Κινέζων που είχα προσέξει λίγες ώρες νωρίτερα ανάμεσα στα τραπέζια του καζίνου Μπελάτζιο.
«Εξάλλου», συνεχίζει, «βλέπετε τον Τόνυ και τον Φρανκ στο μπαρ...;»
Είναι εκεί, πράγματι, δυο γορίλες τύπου men in black, που είχα εντοπίσει στη μεγάλη αίθουσα.
«Είναι για μας, τις καινούργιες. Για να είναι σίγουροι ότι σεβόμαστε τους κανόνες».
«Ποιοι είναι;»
«Όχι προσωπικές σχέσεις... Εκατό τοις εκατό επαγγελματισμός...»
Αυτό το είπε πολύ γρήγορα, με μια διαπεραστική φωνή, υπερ-προσποιητή, λες και την τσιμπούσαν. Ύστερα, πάλι σαν μηχανάκι, μικρό φλύαρο ρομπότ που μου αραδιάζει το πρόγραμμά της, αναπτύσσει τις γενικές γραμμές αυτού του «επαγγελματισμού» που το Σπίτι περιμένει από εκείνη: να μην ασπάζεται· να μην ανοίγει το φερμουάρ του παντελονιού των αντρών· να μην αφήνει τους πελάτες να της πασπατεύουν τα στήθη· και μετά, το πόδι, ε; πολύ σημαντικό το πόδι· η επαφή επιτρέπεται με τη γάμπα της, αλλά απαγορεύεται με το πόδι της...
Το γεγονός είναι ότι, συνηθίζοντας στο σκοτάδι, διακρίνω τελικά έναν τύπο με ανοιχτές τις γάμπες, ορθάνοιχτο στόμα, μακρύ άχαρο πρόσωπο φθισικού που ψυχορραγεί, ακριβώς στο διπλανό τραπέζι, και κοντά του να δραστηριοποιούνται δυο χορεύτριες με πολύ περίεργο πράγματι τρόπο: λικνίζουν τα οπίσθια χωρίς να τον αγγίζουν, περιστρέφονται για να του προσφέρουν τους κώλους τους, κάθονται η μια μετά την άλλη στα γόνατά του, ανεβαίνουν προς την κοιλιά του, τον συνθλίβουν, λικνίζονται ξανά, πλησιάζουν τα στήθη τους στο πρόσωπό του και τα απομακρύνουν μόλις κάνει την κίνηση να τα πιάσει, ρίχνονται στα γόνατά του για να τρίψουν το μάγουλο πάνω στο κλειστό φερμουάρ του παντελονιού του, απομακρύνονται ξαφνικά, ανασηκώνονται, βάζουν το αιδοίο τους στο ύψος των χειλιών του, οπισθοχωρούν ξανά και αρχίζουν από την αρχή, μέσα σ΄ έναν διαβολικό και παγωμένο χορό — τα λεπτά περνούν, η Λίντα σιγοπίνει τη σαμπάνια της κοιτάζοντας αλλού κι εγώ μένω εμβρόντητος από αυτή την ολοκληρωμένη τέχνη, σχεδόν θετική επιστήμη, της λίμπιντο και της μη ικανοποίησής της.
«Δεν τους τρελαίνει τους πελάτες που τους μεταχειρίζεστε σαν αποστερημένα παιδιά;»
Με κοιτά χωρίς να απαντά, με ύφος μικρού απρογραμμάτιστου αυτόματου.
«Τι γίνεται όταν ο τύπος διεγείρεται υπερβολικά και καταλαβαίνετε ότι κινδυνεύει να εκσπερματώσει;»
Παριστάνει πάλι εκείνη που δεν πληρώνεται για να απαντά και κοιτά επίμονα λίγα τραπέζια πιο πέρα, έναν πελάτη που συζητά με μια μελαχρινή με σκοτσέζικη φούστα και σοσόνια, με την οποία δε φαίνεται να τα βρίσκει.
«Υπάρχει επίσης η περίπτωση, φαντάζομαι, που ο πελάτης σάς προτείνει να τον συναντήσετε στο ξενοδοχείο του... Είμαι σίγουρος ότι συμβαίνει κάτι τέτοιο και ότι...»
Εκλαμβάνει αυτή την ερώτηση ως την αρχή μιας πρότασης; Φοβάται τους δυο φουσκωτούς; Αληθεύει ότι στο Spearmint όλα κινηματογραφούνται, καταγράφονται και στη συνέχεια εξετάζονται προσεκτικά από το τμήμα ηθών της κομητείας; Ή, απλώς, πέρασε το προβλεπόμενο ημίωρο; Όπως και να ΄χει, σηκώνεται. Μου απευθύνει το αυτόματο και άχρηστο χαμόγελό της. Και, φεύγοντας, με το ίδιο λικνιστικό βάδισμα, για να υποσχεθεί σε ένα επόμενο θήραμα τις λελογισμένες της απολαύσεις, μ΄ αφήνει στις σκέψεις μου πάνω στο μυστήριο μιας σεξουαλικής πρακτικής τελικά αρκετά πρωτότυπης. Αισθησιασμός εν λευκώ. Διακοπή όχι της συνουσίας, αλλά του ίδιου του πόθου. Σώμα χωρίς σάρκα. Συνετή πολυτέλεια. Ερωτική εξαθλίωση σε πουριτανικό περιβάλλον.
Τον Αλεξίς ντε Τοκβίλ, είμαι υποχρεωμένος να το πω, όπως πολλοί Γάλλοι διανοούμενοι, τον συνάντησα αργά.
Ήδη ο Ραϊμόν Αρόν, στην αρχή του περίφημου κειμένου όπου έκανε αναφορά στη μελέτη του έργου του Τοκβίλ στη Γαλλία, κατά τη νεότητά του, ομολογούσε ότι «ελάχιστα διαβαζόταν» τότε «στην Ecole Normale Supérieure ή στο Τμήμα Φιλοσοφίας της Σορβόννης».
Για τη γενιά μου όμως, για ένα φοιτητή της ENS που μεταπήδησε στη φιλοσοφία στα τέλη της δεκαετίας του ΄60, σε μια ιδεολογική συγκυρία όπου κυριαρχούσε ακόμα περισσότερο απ΄ όσο στη δική του ο μαρξισμός και ο λενινισμός, για κάποιον που, όπως εγώ, ήταν είκοσι ετών σε μια Γαλλία όπου η λέξη «σκέψη» παρέπεμπε στη σκέψη του Μάο Τσε Τουνγκ και όπου το νέο πνεύμα, η τόλμη, το πολιτικό κύρος και το κύρος της διανόησης, η αδιαλλαξία, είχαν τη μορφή μιας συντροφιάς στοχαστών που συνδύαζαν εξέγερση και θεωρητικισμό, ελευθερία σκέψης και θεωρητικό αντιουμανισμό, για τους μάρτυρες εκείνης της θεμελιώδους στιγμής, της γεμάτης οργή αλλά και παγωμάρα, που ήταν το άρωμα της νιότης μας, η αδιαφορία γι΄ αυτόν τον μετριοπαθή, που κινείτο ανάμεσα στην προεπαναστατική εποχή και στον νέο κόσμο, στον οίκο της Ορλεάνης και στους Βουρβόνους, στην καρτερική αποδοχή της δημοκρατίας και στο φόβο της Επανάστασης, ήταν, φοβάμαι, ακόμα μεγαλύτερη.
Οι καιροί σίγουρα θα αλλάξουν. Με την κατάρρευση των μεγάλων μύθων, με την παρακμή των υλιστικών θεωρήσεων του κόσμου και των αδιάλλακτων και απλοϊκών μηχανισμών τους, και κυρίως με την αναγκαιότητα προβληματισμού γύρω από την αποτυχία του σοσιαλισμού και τις αυταπάτες του προοδευτισμού, την ελκυστικότητα της ιδέας της επανάστασης και τις προϋποθέσεις που θα καταστήσουν εφικτή την επινόηση της δημοκρατίας, οι νοοτροπίες θα εξελιχθούν και θα μας φέρουν πλησιέστερα σ΄ έναν τρόπο σκέψης του οποίου η πρωταρχική αξία ήταν ότι εξόρκιζε την κατά μέτωπο αντιπαράθεση των κληρονόμων του κόμη Ντε Τοκβίλ και του Μαρξ.
Όμως, εκείνη την ώρα, έτσι είχε η κατάσταση. Για μεγάλο χρονικό διάστημα, για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, ο Αλεξίς ντε Τοκβίλ θεωρήθηκε στη χώρα μας συγγραφέας δεύτερης διαλογής. Για μεγάλο χρονικό διάστημα, για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, αυτός ο απόστολος της ελεύθερης σκέψης, αυτός ο προάγγελος των αντιολοκληρωτικών ρευμάτων του τέλους του εικοστού αιώνα, αυτός ο πρόδρομος της Χάνα Άρεντ, χάρη στον οποίο θα μπορούσαμε, αν, όπως ο Φρανσουά Φιρέ και μερικοί άλλοι, είχαμε αντιληφθεί νωρίτερα τη σπουδαιότητά του, να έχουμε κερδίσει πολύτιμο χρόνο και να έχουμε αποφύγει πολλές ψευτο-αντιπαραθέσεις, αυτός ο διαφωτιστής, δε μας ήταν περισσότερο οικείος απ΄ όσο ένας Γκιζό, ένας Ρουαγέ-Κολάρ, ένας Πρεβό-Παραντόλ, ένας Ογκιστέν Κοσέν.
Είναι γεγονός ότι πέρασα το πρώτο μισό της ζωής μου βλέποντας αυτόν το συγγραφέα υψηλής περιωπής, που είναι ταυτόχρονα κι ένας μεγάλος θεωρητικός, όπως δεν έπαψαν τελικά να τον βλέπουν οι περισσότεροι από τους συγχρόνους μου, καθώς, εξάλλου, και από τους δικούς του (Μπαρμπέ ντ΄ Ορβιλί, Σεντ-Μπεβ, Κιστίν...), ως έναν παλιομοδίτη και φιλάσθενο αριστοκράτη, οπαδό της χλιαρής σκέψης και των ενδιάμεσων λύσεων, επιχειρηματολόγο και δειλό, μεγάλη ψυχή, ερασιτεχνική, ανιαρό και ψευτο-μοντέρνο δημοσιογράφο, πομπώδη οπαδό της δράσης, άνθρωπο της συζήτησης που παριστάνει το συγγραφέα, χλομό μιμητή του Μοντεσκιέ, σκιώδη εκδοχή κάποιου θείου Σατωβριάνδου που θα είχε καπαρώσει τους προνομιακούς ρόλους, συγγραφέα κάποιου έργου με τον τίτλο Αναμνήσεις που θα διαβαζόταν μόνον ως μαρτυρία μιας, περασμένης ευτυχώς, εποχής, και συγγραφέα, πριν από αυτό, μιας μακράς ταξιδιωτικής διήγησης που σχεδόν αμέσως ξεχάστηκε, όπως όλα τα περιστασιακά κείμενα.
Όλα αυτά για να πω ότι, όταν το Αtlantic Monthly ήρθε και μου πρότεινε την ιδέα αυτού του νέου ταξιδιού στην Αμερική, όταν αυτό το έγκριτο περιοδικό μού προσέφερε την ευκαιρία να βαδίσω, εκατόν εβδομήντα τρία χρόνια μετά, πάνω στα χνάρια του συμπατριώτη μου, γνώριζα γι΄ αυτόν λιγότερα απ΄ όσα οι Αμερικανοί μεσαίου μορφωτικού επιπέδου που είχαν συνηθίσει εδώ και έναν αιώνα να θεωρούν το Για τη δημοκρατία στην Αμερική όχι μόνο ένα μνημείο, όχι μόνο ένα εγχειρίδιο ή ένα προσευχητάρι, αλλά ένα είδος καθρέφτη μέσα στον οποίο, όπως στα γουέστερν, όπως στη Γέννηση ενός έθνους του Γκρίφιθ, όπως στο Ράσμορ, ατενίζουν την προκαταβολική εικόνα των αρετών τους, των διαστροφών τους, των ευχάριστων ή δυσάρεστων πειρασμών που τους παραμονεύουν, την ουρανόπεμπτη γέννησή τους, τη μοίρα τους.
Και να προειδοποιήσω επίσης ότι, ακόμα κι αν, φυσικά, βυθίστηκα αμέσως στα κείμενά του, ακόμα κι αν αφιέρωσα αρκετό χρόνο πριν από την αναχώρησή μου για να ξανακάνω νοερά τη διαδρομή του προγόνου μου, ακόμα κι αν το νέο μου πάθος, η βούλησή μου να κερδίσω τον χαμένο χρόνο, καθώς και η επιθυμία μου να δω το μεγάλο αυτό πνεύμα επί τω έργω, με οδήγησαν να ξανακοιτάξω, εκτός από το βιβλίο του, τις σημειώσεις του, την αλληλογραφία του, τους ανθρώπους με τους οποίους συνδέθηκε κατά τα ταξίδια του στην Αλγερία, στην Αγγλία, στην Ελβετία, καθώς και τα γραπτά του συντρόφου των περιπετειών του, Γκουστάβ ντε Μπομόν, δεν πρέπει να περιμένετε ότι αυτό το βιβλίο θα τιμήσει το ωραίο και φιλόδοξο πρόγραμμα που πρότεινε το Atlantic — αυτό για να προειδοποιήσω ότι οι καιροί έχουν πολύ αλλάξει, ότι η περίμετρος της χώρας έχει γίνει πολύ διαφορετική απ΄ ό,τι ήταν την εποχή κατά την οποία η Αμερική σταματούσε στις όχθες του Μισισιπή και ότι εγώ ο ίδιος είμαι, γι΄ ακόμα μια φορά, ένας υπερβολικά νεόφυτος οπαδός του Τοκβίλ, ώστε η διήγηση που αποτελεί προϊόν αυτής της περιπέτειας, το ημερολόγιο που κρατώ καθημερινά και του οποίου την ουσία θα βρείτε εδώ, να μπορεί να διαβαστεί ως το ομοίωμα, η προέκταση, κι ακόμα λιγότερο η επανάληψη, όπως φαίνεται να ήταν η αρχική σκέψη των εμπνευστών αυτού του περίπλου. (Τα κείμενα αυτού του άρθρου είναι αποσπάσματα από το βιβλίο του Bernard-Henri Lévy: «American Vertigo», έκδ. «Κέδρος»).
Ο νόμος των μπορντέλων
Για τα μπορντέλα, πρέπει να φύγω από το Λας Βέγκας και το Κλαρκ Κάουντι. Πρέπει να πάρω την κατεύθυνση της Κοιλάδας του Θανάτου προς τη Δύση. Να αφήσω το Μπλου Ντάιαμοντ και τα ορυχεία του, στα δεξιά. Να πάω μέχρι το Πάρχαμπ. Να περάσω στο Πάρχαμπ το Gentlemen΄s Massage Castle, ύστερα το Madam Butterfly, το Bath and Massage Salon. Να βγω έξω από την πόλη. Να χαθώ.
Να γυρίσω πίσω. Να ρωτήσω το δρόμο σε κάτι παιδιά που παίζουν μπροστά σε ένα πανό που διαφημίζει, εν μέσω της ερήμου, μια έκδοση της Βίβλου. Να τον ξαναρωτήσω λίγο παρακάτω, απέναντι από την κοιλάδα Γκριν Γκρόσερι, σε μια ομάδα μητέρων που κάνουν προμήθειες Κόκα Κόλα και που δεν εκπλήσσονται και τόσο που πρέπει να πληροφορήσουν έναν ξένο για τη διεύθυνση του πρώτου μπορντέλου. Να στρίψω αριστερά. Να προσπεράσω, τοποθετημένα πάνω στα χαλίκια, ένα μπαρ για βετεράνους, ένα μοτέλ, ένα μαγαζί με αντίκες. Να έχω το νου μου να δω ένα μαγαζί όπλων και πολεμοφοδίων που μου υπέδειξαν οι Mammies. 'Υστερα η South Valley Baptist Church, κοντά σε μια μάντρα άγριων αλόγων.
Να φτάσω, εκεί που τελειώνει μια απότομη πλαγιά με σεληνιακούς βράχους απανθρακωμένους από τον ήλιο, σε ένα σταυροδρόμι από όπου είμαι σίγουρος ότι δεν περνά ποτέ κανείς, όπου όμως στέκεται, κρατώντας ένα πανό, πάνω στο οποίο είναι γραμμένο με το χέρι «Vietnam vet, no work, no food, God bless!», ένας άντρας που τα μακριά γκρίζα μαλλιά του, το συρρικνωμένο του πρόσωπο, το σκονισμένο του μπλουζάκι τού δίνουν την όψη όσων επιβίωσαν από έναν άλλο κόσμο, σχεδόν «άλιενς», ύφος που παίρνουν στο τέλος οι φτωχοί και οι άστεγοι της Καλιφόρνιας και της Νεβάδα, περιοχών που έχουν εθιστεί στο ναρκωτικό των ελιξιρίων νεότητας.
Και, διακόσια μέτρα παρακάτω, τέλος, στη μέση του πουθενά αλλά ακριβώς στα σύνορα του Νάι Κάουντι, που είναι, από όλες της κομητείες της Πολιτείας που είναι ανεκτικές προς την πορνεία, η πλησιέστερη στο Λας Βέγκας, να πέσω επάνω σε ένα ροζ και μπλε περίπτερο με την επιγραφή «Γραφείο πληροφοριών για τους τουρίστες, πωλούνται υποκάμισα, καπέλα και αναμνηστικά»· πάνω σε μια διαφημιστική πινακίδα που εγκωμιάζει το αναπόφευκτο «world famous and historic brothel»· και, πίσω από μια μάντρα φάρμας, εξίσου άτοπη με έναν Πύργο του Άιφελ στη μέση μιας σαβάνας, ένα σπίτι Χιονάτης διαιρεμένο δεξιά σε ένα σαλούν με την επιγραφή Longhorn Bar και αριστερά μια πρόσοψη διακοσμημένη στον όροφο με ψευδοπαράθυρα σε απαλούς χρωματισμούς και, πιο κάτω, στο επίπεδο του εδάφους, με τρεις τοιχογραφίες σε έντονους χρωματισμούς, που αναπαριστούν, στο στιλ της ζωγραφικής μέσα στη ζωγραφική, σκηνές που υποτίθεται ότι διαδραματίζονται στο μέρος αυτό: ένας σωσίας του Τζον Γουέιν που σπρώχνει, με αέρα αρσενικού, την πόρτα που κι εγώ είμαι έτοιμος να σπρώξω· ένας άλλος, με τους αγκώνες ανδροπρεπώς ακουμπισμένους πάνω στον πάγκο του μπαρ που θα μπω· και, τέλος, μια καουμπόισσα, ονειροπόλα, αθεράπευτα αιώνια μυθολογία της Μεγάλης Δύσης, καθισμένη πάνω σε ένα φράχτη παρόμοιο με εκείνον που αυτή τη στιγμή διασχίζω.
Να μπω, λοιπόν, από το Longhorn Bar, όπου μια επιγραφή πληροφορεί ότι «οι κυρίες είναι πάντα καλοδεχούμενες».
Να χρονοτριβήσω μπροστά σε μια τηλεόραση που μεταδίδει ένα ερωτικό γουέστερν το οποίο έχει τον τίτλο Best Lίttle Whorehouse in Texas και του οποίου το μήνυμα είναι ότι οι πουτάνες είναι επίσης καλά κορίτσια.
Να εκφράσω την έκπληξή μου στον ιδιοκτήτη που δεν υπάρχει κανείς και να λάβω την απάντηση ότι το μπαρ είναι σαν το μπορντέλο, έχει τις ώρες του, αργότερα, όταν οι αγελάδες θα επιστρέψουν από τη δουλειά.
Και να εισχωρήσω στο ίδιο το μπορντέλο, το Chicken Ranch, που το ονόμασαν έτσι επειδή κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης οι γαιοκτήμονες της γύρω περιοχής πλήρωναν σε είδος, σε κοτόπουλα: μυστική πόρτα· ψεύτικο μυστήριο απομίμηση διαδρόμου ξενοδοχείου· φάντασμα του «πολυτελούς» Duk Duk Ranch, όπου ο Κίλτι οδηγεί τη Λολίτα και της κάνει «εκκεντρικά» πράγματα και, μόλις φτάσεις, ένα άθλιο σαλόνι επενδυμένο με γκρενά βελούδο, όπου μπαίνει σε λειτουργία ένα ασθμαίνον σύστημα ηλεκτρισμού τη στιγμή που εισέρχονται οι τρόφιμοι και ανοίγει μια αυλαία θεάτρου, και αυτή σε έναν τοίχο από επάργυρο καθρέφτη.
Είναι τέσσερις. Λιγότερο νέες από τις Ιap dancers του Βέγκας. Λιγότερο σέξι. Από μια άποψη, κορίτσια της υπαίθρου, μιζανπλί, χαρακτηριστικά άξεστα και ροδαλά, πληθωρική σάρκα μέσα στα λαστέξ που μαντεύεις κάτω απ΄ το φόρεμα με τα βολάν. Η μια μετά την άλλη κάνουν μια υποψία υπόκλισης, ρουφούν μέσα την κοιλιά, χοροπηδούν και μου χαμογελούν.
Να διαλέξω τη λιγότερο παθητική από τις τέσσερις.
Να την ακολουθήσω, στο βάθος ενός νέου διαδρόμου, έως το δωμάτιο, όπου είναι απλωμένα κάποια τυχάρπαστα σεντόνια, για το οποίο μου λέει με υπερηφάνεια ότι το διακόσμησε «σαν χαρέμι».
Να δω στο βλέμμα της την έκπληξη, το ελαφρύ και φευγαλέο δέος, ύστερα την αδιαφορία, όταν μαθαίνει ότι δεν ήρθα γι΄ αυτό αλλά για το Atlantic, τον Τοκβίλ, το σεξ στην Αμερική κτλ.
Και να γεμίσω, ωστόσο, στο μεταξύ, εντυπώσεις και πληροφορίες.
Κοντά στο κρεβάτι, παρόμοιο με τον πίνακα θερμοκρασίας που υπάρχει στα δωμάτια των νοσοκομείων, ένα πανό όπου γράφουν κάθε δεκαπέντε ημέρες τα αποτελέσματά της από τα τεστ αφροδισίων και οροθετικότητας — το μπορντέλο είναι ένας τόπος υγιεινής.
Πάνω στο κομοδίνο, σε εμφανές σημείο, μια γκάμα προφυλακτικών που απαιτεί να φορούν σε όλα τα επίπεδα υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένου, μου εξηγεί με σοβαρό ύφος, ακόμα και του απλού στριπτίζ: το μπορντέλο είναι ένας τόπος ασφαλούς σεξ.
Πιο ψηλά, κρυμμένο, αλλά όχι καλά, στα γύψινα του ταβανιού, το μάτι μιας κάμερας που βρίσκεται εδώ για να εξασφαλίζει ότι δε θα διαπραχτεί καμία βιαιότητα και ότι η εκδιδόμενη, όποιο κι αν είναι το καπρίτσιο του πελάτη, θα έχει τη μεταχείριση μιας sex worker, κανονικού μέλους της Ένωσης, σύμφωνα με το εργατικά δίκαιο και τα δικαιώματα του ανθρώπου και της γυναίκας — το μπορντέλο είναι ένας τόπος πολιτικά ορθός.
Λίγο πιο κάτω, ακριβώς στο κεφάλι του κρεβατιού και του πελάτη, ένα αντίγραφο του Αγάλματος της Ελευθερίας αφιερωμένο στην αγαπημένη και δεινοπαθούσα Αμερική, που καταλαβαίνω ότι, όπως αλλού τιμάται μέσω της ευφυΐας, των μπίζνες, των Τεχνών ή των όπλων, εδώ τιμάται μέσω του κώλου — «Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο είδα στην είσοδο να κυματίζει μια αστερόεσσα;» «Μάλιστα, κύριε, αυτός είναι ο λόγος». «Τόσο ψηλά;» «Τόσο ψηλά». «Τόσο μεγάλη;» «Τόσο μεγάλη». «Διότι;» «Διότι οι πουτάνες, να το ξέρετε, είναι Αμερικανίδες πατριώτισσες».
Και, τέλος, οι τιμές της, ο κατάλογός της με τις υπηρεσίες και τις τιμές, που μου αναγγέλλει με την ίδια υπερηφάνεια που ανήγγειλε η υπεύθυνη του γραφείου της Μινεάπολις τους γάμους που οργάνωνε «αλά καρτ» — θυμάμαι τώρα πως υπήρχε στο σαλόνι ένα αυτόματο μηχάνημα ανάληψης και διαφημιστικά φυλλάδια που γνωστοποιούσαν ότι γίνονται δεκτές οι πληρωμές μέσω πιστωτικών καρτών· θυμάμαι τις επισκεπτήριες κάρτες με ταχυδρομική και ηλεκτρονική διεύθυνση, χάρτη πρόσβασης, υπηρεσία λιμουζίνας είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο, που ήταν αφημένες κοντά στο κουτί με το κουφέτα· ξαναβλέπω αριστερά του φράχτη της εισόδου και των λίγων σκαλοπατιών της την κατηφόρα, διαμορφωμένη σε ράμπα για τη διάβαση των αναπήρων· μπορντέλο ή όχι, business is business.
Προτεσταντική ηθική και έρωτες με τιμοκατάλογο.
Νέα σεξουαλική τάξη, πρωτόκολλα, επιδόσεις.
Η άλλη πλευρά της αυστηρότητας και η άλλη, ανήθικη, όψη της.
Τα ξενοδοχεία-πορνεία της ερήμου και, την άλλη φορά, το πνεύμα moveon: η άλλη όψη και η άλλη πλευρά του ίδιου πουριτανικού νομίσματος.