Πολλές από τις σύγχρονες ευρωπαϊκές πόλεις, για τις οποίες πιστεύουμε, ότι έχουν δομή και κτίρια μεσαιωνικά, δεν κτίστηκαν το Μεσαίωνα.
Στην πραγματικότητα, κτίστηκαν πολύ πρόσφατα, κατά τον 19ο και 20ό αιώνα στο πλαίσιο του φαντασιακού του κάθε έθνους-κράτους.
Λονδίνο
Στο περιβάλλον του ακραίου διεθνούς ανταγωνισμού, η ανόητη αυταρέσκεια και περηφάνια, με την οποία οι λονδρέζοι μιας προηγούμενης γενιάς είχαν λατρέψει την άθλια πρωτεύουσά τους, δεν μπορούσε πλέον να διατηρηθεί. Πράγματι, από το 1888, ο «The Builder» είχε υποστηρίξει, ότι, αφού «η εντυπωσιακή μεγαλοπρέπεια μιας πρωτεύουσας είναι ένα από τα στοιχεία εθνικού κύρους και επομένως εθνικής ισχύος και επιρροής», ήταν επιτακτικό η αρχιτεκτονική του Λονδίνου να γίνει «αντάξια της πρωτεύουσας του πλουσιότερου έθνους στον κόσμο». Όμως, δεν πάρθηκαν μέτρα, παρά μόνο στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα, όταν θεωρήθηκε, ότι απειλούνταν το εθνικό κύρος, μετατρέποντας την άθλια, καλυμμένη από ομίχλη πόλη του Ντίκενς σε αυτοκρατορικη πρωτεύουσα.
Στο Λονδίνο, όπως και σε άλλες μεγάλες πόλεις, είχαν αυξηθεί τα μνημεία και τα αγάλματα. Όμως, το πιο σημαντικό, συμπαγές δείγμα αναδόμησης ήταν η διεύρυνση του Εμπορικού Κέντρου, η οικοδόμηση της Αψίδας του Ναυαρχείου, η ανασκευή της πρόσοψης του παλατιού του Μπάκιγχαμ και, μπροστά, η κατασκευή του μνημείου της Βικτόριας. Αυτό το μεγαλειώδες, μνημειακό, αυτοκρατορικό σύνολο, που προσέδωσε στο Λονδίνο το μοναδικό του θριαμβικό, τελετουργικό χαρακτήρα, πραγματοποιήθηκε μεταξύ 1906 και 1918 υπό την εποπτεία της Επιτροπής Μνημείων της βασίλισσας Βικτόριας.
Στο Λονδίνο, όπως και στην Ουάσιγκτον, τη Ρώμη ή το Παρίσι, το στοιχείο του διεθνούς ανταγωνισμού ήταν έντονα παρόν. Όπως εξηγούσε ο Balfour, κατά τη θεσμοθέτηση της επιτροπής, σκοπός της ήταν να δημιουργήσει ένα μεγαλειώδες, εντυπωσιακό, μνημειακό σύνολο, «εκείνου του είδους, του οποίου παραδείγματα έχουμε από άλλα έθνη, τα οποία μπορούμε κάλλιστα να μιμηθούμε και εύκολα να ξεπεράσουμε».
πολιτική προσταγή από το «Ο θεός ευλογεί τον ευγενή και τους συγγενείς του
και να μας κρατά στη δέουσα κοινωνική θέση».
Διαβάστε στην «Ελεύθερη Έρευνα»: Το παραμύθι έθνος.
«Δημιουργήσαμε την Ιταλία: τώρα πρέπει να δημιουργήσουμε και ιταλούς».
Την εποχή της ενοποίησης των ιταλικών χωρών, υπήρχαν μεταξύ τους τεράστιες διαφορές,
οικονομικές, κοινωνικές, πολιτικές. Βασικό ενοποιητικό στοιχείο στην περίπτωση της Ιταλίας
αποτέλεσε μιa όπερα, ο «Nabucco» του Βέρντι. Η χορωδία των καταπιεσμένων ισραηλινών,
που εξυμνούν την πατρίδα τους, άγγιξε τους ιταλούς. Το γνωστότερο κομμάτι του Nabucco,
το χορωδιακό «Va pensiero» (=πέτα σκέψη), έγινε η αγωνιστική κραυγή των ιταλών,
ένας ύμνος στην ελευθερία από τον αυστριακό ζυγό.
Οι ιταλοί είχαν δυσκολευτεί να νοιώσουν μέλη ενός έθνους.
Ο Βέρντι το κατάφερε αυτό με μια μελωδία.
Όταν κάποιοι χωρικοί
μετασχηματίστηκαν σε γάλλους
Το έθνος-κράτος συνέδεε επίσημες και ανεπίσημες, τυπικές και άτυπες, πολιτικές και κοινωνικές επινοήσεις παραδόσεων και καθόριζε όλο και περισσότερο το μέγιστο τμήμα του σκηνικού, επί του οποίου διαδραματίζονταν οι κρίσιμες δραστηριότητες που όριζαν τις ανθρώπινες ζωές, καθώς υπήκοοι και πολίτες εκτοπίζονταν. Πράγματι, αυτό όλο και περισσότερο καθόριζε και επίσης ρύθμιζε την ιδιωτική τους ύπαρξη (état civil).
Ίσως το κράτος να μην υπήρξε το μοναδικό τέτοιο σκηνικό, αλλά η ύπαρξή του, τα όριά του και οι όλο και περισσότερο τακτικές και διερευνητικές επεμβάσεις στη ζωή των πολιτών ήταν, σε τελική ανάλυση, αποφασιστικά. Στις ανεπτυγμένες χώρες, η «εθνική οικονομία», το πεδίο της οποίας οριζόταν από την επικράτεια κάποιου κράτους ή των υποδιαιρέσεών του, ήταν η βασική μονάδα οικονομικής ανάπτυξης.
Μια μεταβολή στα όρια του κράτους ή στην πολιτική του είχε ουσιώδεις και διαρκείς υλικές συνέπειες για τους πολίτες του. Η τυποποίηση της διοίκησης και του νόμου στα πλαίσιά της και, ιδιαίτερα, η κρατική εκπαίδευση μετασχημάτιζαν τους ανθρώπους σε πολίτες μιας συγκεκριμένης χώρας: «Τους χωρικούς σε γάλλους», για να παραθέσουμε τον εύστοχο τίτλο ενός βιβλίου. (Eugen Weber, Peasants into Frenchmen: The Modernizations of Rural France, 1870-1914, Στάνφορντ 1976).
Το κράτος ήταν το πλαίσιο των συλλογικών δράσεων των πολιτών, στο βαθμό που αυτές αναγνωρίζονταν επίσημα. Ο κύριος στόχος της εγχώριας πολιτικής δράσης, στην οποία όλο και περισσότερο καλούταν να πάρει μέρος ο απλός άνθρωπος, ήταν καθαρά ο επηρεασμός ή η αλλαγή της κυβέρνησης ή της πολιτικής της. Πράγματι, η πολιτική, με τη νέα της έννοια του 19ου αιώνα, ήταν ουσιαστικά πολιτική εθνικής κλίμακας. Με λίγα λόγια, για πρακτικούς λόγους, η κοινωνία (η «κοινωνία των πολιτών») και το κράτος εντός του οποίου λειτουργούσε, έγιναν όλο και περισσότερο αξεχώριστα.
Τρεις καινοτομίες στη Γαλλία
Τρεις μείζονες καινοτομίες ήταν ιδιαίτερα συναφείς στη Γαλλία:
Η πρώτη ήταν η ανάπτυξη ενός κοσμικού ισοδύναμου της Εκκλησίας — στοιχειώδης εκπαίδευση, διαποτισμένη με επαναστατικές και δημοκρατικές αρχές και περιεχόμενο και διεξαγόμενη από τους κοσμικούς αντίστοιχους του κλήρου.
Δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι επρόκειτο για σκόπιμη δημιουργία της πρώιμης Τρίτης Δημοκρατίας και, δεδομένου του παροιμιώδους συγκεντρωτισμού της γαλλικής κυβέρνησης, το περιεχόμενο των εγχειριδίων που σκοπό είχαν να μετατρέψουν όχι μόνο χωρικούς σε γάλλους αλλά και όλους τους γάλλους σε καλούς δημοκρατικούς, δεν αφέθηκε στην τύχη.
Πράγματι, η «θέσπιση» της ίδιας της Γαλλικής Επανάστασης σε Δημοκρατία και από τη Δημοκρατία έχει μελετηθεί διεξοδικά. (Alice Gerard, La Reνolution Fraçnaise: Mythes et Interprétations, 1789-1970, Παρίσι, 1970, κεφ. 4).
Η δεύτερη καινοτομία ήταν η επινόηση των δημόσιων τελετουργιών. Η πιο σημαντική απ΄ αυτές, η Ημέρα της Βαστίλης, μπορεί να χρονολογηθεί με ακρίβεια στα 1880. Αυτή συνδύαζε επίσημες και ανεπίσημες εκδηλώσεις και λαϊκές γιορτές —πυροτεχνήματα, χορούς στους δρόμους— σε μια ετήσια επιβεβαίωση της Γαλλίας ως έθνους του 1789, στην οποία κάθε γάλλος, άνδρας, γυναίκα και παιδί, μπορούσε να συμμετάσχει. Εντούτοις, ενώ άφηνε περιθώριο, που δύσκολα μπορούσε να αποφύγει, για περισσότερες στρατευμένες λαϊκές εκδηλώσεις, η γενική τάση ήταν να μετασχηματίσει την κληρονομιά της Επανάστασης σε συνδυασμένη έκφραση, αφενός, κρατικής πομπώδους επίδειξης και ισχύος και, αφετέρου, ευχαρίστησης των πολιτών.
Μια λιγότερο μόνιμη μορφή δημόσιων εορτασμών ήταν οι περιστασιακές παγκόσμιες εκθέσεις που πρόσφεραν στη Δημοκρατία την επικύρωση της ευημερίας, της τεχνικής προόδου —Πύργος του Άιφελ— και τον παγκόσμιο αποικιακό θρίαμβο που φρόντιζαν με έμφαση να επισημαίνουν.
Η τρίτη ήταν η μαζική παραγωγή των δημόσιων μνημείων. Πρέπει να παρατηρήσουμε ότι η Τρίτη Δημοκρατία δεν ευνοούσε —αντίθετα από άλλες χώρες— τα ογκώδη δημόσια κτίρια, αν και οι μεγάλες εκθέσεις άφησαν ορισμένα απ΄ αυτά πίσω τους στο Παρίσι, ούτε και τα γιγάντια αγάλματα. Το κύριο χαρακτηριστικό της γαλλικής «αγαλματομανίας» ήταν η Δημοκρατία της, προλαβαίνοντας εκείνη των μνημείων του πολέμου μετά το 1914-1918.
Διαβάστε στην «Ελεύθερη Έρευνα»: «Οι πρόγονοί μας οι γαλάτες». Πώς πλάστηκε η γαλλική εθνική συνείδηση.
Αγαλματομανία
Είχαμε δύο είδη μνημείων στις πόλεις και τις επαρχιακές κοινότητες της χώρας: την εικόνα της ίδιας της Δημοκρατίας (με τη μορφή της Marianne, που τώρα είναι παγκόσμια γνωστή) και τις γενειοφόρες μορφές πολιτών που επέλεξε ο τοπικός πατριωτισμός να θεωρεί σημαντικές, από το παρελθόν και το παρόν. Πραγματικά, ενώ η κατασκευή μνημείων της Δημοκρατίας προφανώς ενθαρρυνόταν, η πρωτοβουλία και το κόστος των έργων αυτών αναλαμβανόταν σε επίπεδο τοπικό. Οι επιχειρηματίες, φροντίζοντας για την αγορά αυτή, πρόσφεραν επιλογές κατάλληλες για τα βαλάντια κάθε κοινότητας της Δημοκρατίας, από τη φτωχότερη μέχρι την πλουσιότερη, που ξεκινούσαν από τις πιο μέτριες προτομές της Marianne, σε διάφορα μεγέθη, μέχρι ολόσωμα αγάλματα ποικίλων διαστάσεων, με βάσεις και αλληγορικά ή ηρωικά συμπληρώματα, με τα οποία μπορούσαν να περιβάλλουν τα πόδια της οι πιο φιλόδοξες περιφέρειες.
Τα πολυτελή σύνολα στην Πλατεία της Δημοκρατίας και την Πλατεία του Έθνους στο Παρίσι παρείχαν την έσχατη εκδοχή της αγαλματοποιίας αυτής. Τα μνημεία αυτά ιχνηλατούν τις θεμελιώδεις αρχές της Δημοκρατίας —ιδιαίτερα στα οχυρά της στην ύπαιθρο— και μπορεί να θεωρηθούν ως οι ορατοί δεσμοί μεταξύ των ψηφοφόρων και του έθνους.
Ορισμένα άλλα χαρακτηριστικά των επίσημων «επινοημένων» παραδόσεων της Τρίτης Δημοκρατίας μπορεί να σημειωθούν εν συντομία. Αν εξαιρεθούν περιπτώσεις παραδόσεων που σχετίζονταν με τη μνήμη σημαντικών προσώπων του τοπικού παρελθόντος ή με την υπόμνηση τοπικών πολιτικών μανιφέστων, οι επινοήσεις αφορούσαν πεδία εκτός ιστορίας. Αυτό, δίχως αμφιβολία, οφειλόταν εν μέρει στο γεγονός ότι η προ του 1789 ιστορία (εκτός ίσως από τη συναφή με «τους προγόνους μας Γαλάτες») θύμιζε την Εκκλησία και τη Μοναρχία, και εν μέρει επειδή η ιστορία από το 1789 ήταν διαιρετική μάλλον παρά ενοποιητική δύναμη: κάθε κλάδος —ή, καλύτερα, βαθμός— ρεπουμπλικανισμού είχε τους δικούς του αντίστοιχους ήρωες και αχρείους στο επαναστατικό πάνθεο, όπως δείχνει η ιστοριογραφία της Γαλλικής Επανάστασης. Στα αγάλματα των Ροβεσπιέρου, Μιραμπό ή Δαντόν εκφράστηκαν παραταξιακές διαφορές.
Αντίθετα από τις ΗΠΑ και τα κράτη της Λατινικής Αμερικής, η Γαλλική Δημοκρατία απομακρύνθηκε από τη λατρεία των Θεμελιωτών Πατέρων. Προτίμησε, δηλαδή, γενικά σύμβολα, απέχοντας στα γραμματόσημά της ακόμη και από τη χρήση θεμάτων που αναφέρονταν στο εθνικό παρελθόν μέχρι και για αρκετά χρόνια μετά το 1914, μολονότι τα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη (πλην της Βρετανίας και της Σκανδιναβίας) ανακάλυπταν τη γοητεία τους από τα μέσα της δεκαετίας του 1890 και εντεύθεν.
Τα σύμβολα ήταν λίγα: το τρίχρωμο (που είχε καταστεί καθολικό και λαϊκό στη σάρπα του δημάρχου, ο οποίος ήταν παρών σε κάθε πολιτικό γάμο ή άλλη τελετή), το μονόγραμμα της Δημοκρατίας (RF) και το μότο (ελευθερία, ισότητα, αδελφότητα), η «Μασσαλιώτιδα», και το σύμβολο της Δημοκρατίας και της ελευθερίας, που φαίνεται να έχει σχηματοποιηθεί στα τελευταία χρόνια της Δεύτερης Αυτοκρατορίας, η Marianne.
Μπορούμε, επίσης, να σημειώσουμε ότι η Τρίτη Δημοκρατία δεν επέδειξε επίσημο πάθος για τις ειδικά επινοημένες τελετές, τόσο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της Πρώτης —«δένδρα της ελευθερίας», θεές του λόγου και ad hoc εορταστικές εκδηλώσεις. Δεν επρόκειτο να υπάρξει επίσημη εθνική εορτή άλλη πλην της 14ης Ιουλίου, ούτε επίσημες κινητοποιήσεις, τελετές και παρελάσεις των πολιτών (αντίθετα από τα μαζικά καθεστώτα του 20ού αιώνα, αλλά και επίσης αντίθετα από τις ΗΠΑ), αλλά, μάλλον, ένας απλός «εκδημοκρατισμός» της αποδεκτής έκφρασης της κρατικής εξουσίας — στολές, παρελάσεις, μουσικές μπάντες, σημαίες και τα συναφή.
Διαβάστε στην «Ελεύθερη Έρευνα»: Η επινόηση της παράδοσης.
στην πραγματικότητα επινοήθηκαν πρόσφατα.
Σήμερα, όποτε οι σκοτσέζοι συγκεντρώνονται για να γιαρτάσουν την εθνική τους ταυτότητα,
το διατυμπανίζουν ανοιχτά μέσω ορισμένου χαρακτηριστικού εθνικού εξοπλισμού.
Φορούν τη σκοτσέζικη φούστα (κιλτ), που έχει υφανθεί σε ταρτάν, το χρώμα και το μοντέλο
του οποίου υποδηλώνει τη φάρα (κλαν), ενώ αν αφήνονται στη μουσική, το όργανό τους
είναι η γκάιντα. Ο εξοπλισμός αυτός, τον οποίο θεωρούν πολύ αρχαίο, στην πραγματικότητα
είναι, σε μεγάλο βαθμό, σύγχρονος. Αναπτύχτηκε μετά, και σε κάποιες περιπτώσεις πολύ μετά
την ένωση με την Αγγλία, εναντίον της οποίας, με μια έννοια, αποτελεί έκφραση διαμαρτυρίας.
Η κηδεία του Βίκτορος Ουγκώ το 1885 και η εκατονταετία της επανάστασης τέσσερα χρόνια αργότερα
ήταν εκδηλώσεις μεγαλοπρεπείς.
Διαβάστε στην «Ελεύθερη Έρευνα»: Το παραμύθι «Άλωση της Βαστίλης».
και μετά, η θέση του αρχηγού του κράτους, στην Αγγλία όπως και σε αλλες δυτικές χώρες,
τελετουργικά ήταν αναβαθμισμένη. Ένας σεβαστός μονάρχης, μεταφερόμενος σε μια μεγα-
λοπρεπή μεγαλειώδη άμαξα σε θριαμβικές παρελάσεις, δεν ήταν πια, όπως οι προκάτοχοί του,
απλώς αρχηγός της κοινωνίας, αλλά τώρα θεωρούνταν και αρχηγός του έθνους. Στην Αγγλία,
όπως και αλλού στην Ευρώπη, οι πρωτοφανείς εξελίξεις στη βιομηχανία και τις κοινωνικές
σχέσεις και η μαζική εξάπλωση του κίτρινου Τύπου κατέστησε αναγκαίο και δυνατό
να παρουσιάζουν το μονάρχη, με όλη τη λαμπρότητα της τελετουργίας του, με τον ουσιαστικά
νέο αυτό τρόπο, ως σύμβολο συναίνεσης και συνέχειας, στο οποίο θα μπορούσε
να υποτάσσονται όλοι. Και καθώς οι διεθνείς σχέσεις γίνονταν όλο και πιο τεταμένες,
το γεγονός αυτό προσέθετε ένα περαιτέρω κίνητρο στην «επινόηση της παράδοσης»,
αφού ο εθνικός ανταγωνισμός εκφραζόταν και εξαγνιζόταν σε τελετουργικό ανταγωνισμό.
του πάρκου και ίσως όλης της Αττικής. Πρόκειται για τον έφιππο ανδριάντα του «Στρατηλάτη
βασιλιά Κωνσταντίνου Α′». Το γλυπτό είναι κατασκευασμένο από ορείχαλκο. Ο Κωνσταντίνος
αποδίδεται ως στρατιωτικός: βρίσκεται καβάλα στο άλογο του φορώντας στρατιωτική στολή.
Με το ένα χέρι κρατάει την στραταρχική ράβδο που του απονεμήθηκε μετά τους νικηφόρους
Βαλκανικούς Πολέμους στους οποίους υπήρξε αρχιστράτηγος, και στο άλλο τα ηνία
του αλόγου του. Το άλογο έχει σηκωμένο το αριστερό πόδι και στραμμένο το κεφάλι του
προς τα αριστερά. Η όλη κατασκευή εδράζεται πάνω σε μνημειακών διαστάσεων βάθρο,
στην πρόσοψη του οποίου υπάρχει εντοιχισμένος ο βασιλικός θυρεός και η επιγραφή:
«ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ». Δημιουργός του έργου είναι ο ιταλός γλύπτης
Francesco Parisi. Τα αποκαλυπτήρια πραγματοποιήθηκαν το 1938 σε επίσημη τελετή
από τον τότε βασιλιά Γεώργιο Β′.
Πότε και πώς
κτίστηκε το Παρίσι που γνωρίζουμε σήμερα
Το Παρίσι είναι μια από τις ομορφότερες πόλεις που χτίστηκαν ποτέ. Τουρίστες την επισκέπτονται από όλο τον κόσμο για να δούνε τις παλιές λεωφόρους και τα επικά μνημεία. Όμως, αυτή η πόλη έχει ένα βρώμικο μυστικό. Η Επανάσταση ελάχιστα βελτίωσε τις συνθήκες διαβίωσης του λαού.
Το Παρίσι ήταν μία τρομερά βρώμικη πόλη. Είχε απίστευτα πυκνοκατοικημένες, ανθυγιεινές περιοχές. Οι δρόμοι ήταν ποταμοί βοθρολυμάτων. Οι επιδημίες χολέρας θέριζαν τον κόσμο.
Οπότε, ανατέθηκε σε έναν άνδρα να τα αλλάξει όλα αυτά. Στον Γεώργιο Ευγένιο Χάουσμαν. Το σχέδιό του: Η ισοπέδωση του κέντρου της πόλης και η δημιουργία εκ του μηδενός.
Ήταν πρόθυμος να καταστρέψει ολοκληρωτικά τη μεσαιωνική πόλη, προκειμένου να πετύχει την ανανέωσή της, σύμφωνα με τις ανάγκες του νέου γαλλικού έθνους-κράτους.
Η ιδέα ανήκε στον τότε ηγέτη της Γαλλίας, τον ανιψιό του Ναπολέοντα Βοναπάρτη, Ναπολέοντα Γ΄, ο οποίος θέλησε να ξαναχτίσει το Παρίσι, μεγαλύτερο και καλύτερο. Αυτό σήμαινε γκρέμισμα μεγάλων τμημάτων της μεσαιωνικής πόλης,
και χάραξη λεωφόρων στη θέση τους.

Την Avenue de l'Opéra, που δημιουργήθηκε από τον Χάουσμαν, ζωγράφισε ο Camille Pissarro (1898).
Επισκεπτόμαστε το Παρίσι και λέμε «δείχνει τόσο παλιό!».
Όμως, είναι το Παρίσι του τέλους του 19ου, αρχών του 20ού αιώνα.
Ένα Παρίσι, που αντικατέστησε τη μεσαιωνική πόλη, την οποία γκρέμισε ο Χάουσμαν.
David Eisenbach, ιστορικός, πανεπιστήμιο Κολούμπια.
Για να κάνεις ομελέτα πρέπει να σπάσεις αυγά. Ο Χάουσμαν κατέστρεψε το 60% της πόλης, προκειμένου να υλοποιήσει το καινούργιο αυτό όραμα.
Ο Χάουσμαν προσέλαβε το ένα πέμπτο του εργατικού δυναμικού του Παρισιού. Αλλά ακόμα και με αυτή τη στρατιά εργατών, η υλοποίηση του μεγάλου του οράματος πήρε σχεδόν δύο δεκαετίες (1853-1870). Το αποτέλεσμα: Ογδονταπέντε μίλια νέων δρόμων και 100.000 καινούργια κτίρια.
Ο Χάουσμαν περιόρισε το ύψος των κτιρίων, ώστε να μην εμποδίζεται το φως του Ήλιου. Το Παρίσι ξαναγεννήθηκε ως η πόλη του φωτός.
Η ανανέωση όμως, κατέδειξε ένα νέο πρόβλημα: Οι φαρδείς δρόμοι ήταν τέλειοι για τις άμαξες που τις έσερναν άλογα. Η αυξημένη κίνηση όμως, οδήγησε σε δρόμους γεμάτους με ακαθαρσίες αλόγων.
Οι μηχανικοί του Χάουσμαν ανέπτυξαν μια μοναδική τεχνική. Κατά μήκος των δρόμων εγκατέστησαν 12.000 εξόδους νερού, οι οποίες τροφοδοτούνταν από τον ποταμό Σηκουάνα και ξέπλεναν τις ακαθαρσίες αφήνοντας τους δρόμους πεντακάθαρους.
Μπορεί σήμερα τα άλογα να έχουν αντικατασταθεί από τα αυτοκίνητα, το καθημερινό τελετουργικό όμως, καλά κρατεί. Οι οδοκαθαριστές, οι αποκαλούμενοι και «οι άνδρες με τα πράσινα», εξακολουθούν να απελευθερώνουν με ένα ειδικό κλειδί το νερό, ώστε να ξεπλένονται τα φύλλα και η βρωμιά από τους δρόμους.
Το σημερινό Παρίσι είναι, σε μεγάλο βαθμό, προϊόν αυτού του μεγάλου οράματος της Μηχανικής.
Το Παρίσι είναι ένας ολόκληρος ωκεανός όμορφων κτιρίων, ανθρώπων, πολλών πάρκων και κήπων, και καρουζέλ. Ομορφιά, μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι σου.
Το μεγαλεπήβολο σχέδιο του Χάουσμαν μεταμόρφωσε το Παρίσι, αλλά χρειάστηκε ένας άλλος οραματιστής για να κάνει την πόλη αυτό που είναι σήμερα. Ο κύριος Άιφελ, ο οποίος μας έδωσε (1887-1889) ένα από τα πλέον εμβληματικά μνημεία του κόσμου:
Τον πύργο του, σήμα κατατεθέν πλέον, της γαλλικής πρωτεύουσας.