ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ:
Η “ΒΙΒΛΟΣ”
ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ

 

 
Μέλη τραγικού χορού γονατίζουν εμπρός
από ερμαϊκή στήλη με την προτομή του Διονύσου.
(Μελανόμορφη λήκυθος του 500-490 π.Χ.,
Μόναχο, Αρχαιολογικό Μουσείο).

Αν και το αρχαίο θέατρο
παρουσιάζεται ως η δήθεν
ύψιστη πνευματική
έκφραση των κλασικών
χρόνων με παιδευτικό
χαρακτήρα, στην
πραγματικότητα, ο
σκοπός του ήταν τελείως
διαφορετικός.

Δεν είχε αποστολή
να πλάσει ανεξάρτητες
προσωπικότητες,
ελεύθερους ανθρώπους,
αλλά ακριβώς το αντίθετο:
να τους διαμορφώσει σε
αγελαία μάζα, έρμαιο των
διαθέσεων των πολιτικο-
θρησκευτικών ταγών της
κλασικής εποχής.

Πατρίδα του θεάτρου
ήταν η Αθήνα. Κατά το
τέλος περίπου της
προκλασικής εποχής, το
θέατρο αποτέλεσε εξέ-
λιξη
ορισμένων θρη-
σκευτικών τελετών
προς τιμή του
θεού
Διόνυσου.
 
Άρχιζαν με τιμητική πομπή, τον θίασο, που οδηγούσε τον προς θυσία τράγο στον πανάρχαιο ναό του Ληναίου Διονύσου, που βρισκόταν λίγο νοτιότερα από τη θέση, στην οποία κτίστηκε αργότερα το διονυσιακό θέατρο.

Εκεί θυσιαζόταν ο τράγος, ο δε χορός ─που τα μέλη του ήταν ντυμένα με δέρματα τράγων κι αποκαλούνταν από τους αστούς σκωπτικά τράγοι─ λεγόταν τραγικός. Ο χορός έψελνε προς τιμή του Διονύσου τον διθύραμβο.

Όλες οι θεατρικές παραστάσεις είχαν θρησκευτικά θέματα με διδάγματα την πρέπουσα υποταγή των θνητών στο θεϊκό θέλημα. Τελούνταν πάντα στο πλαίσιο σημαντικών θρησκευτικών εκδηλώσεων. Παντού και πάντα εμφανίζονταν οι θεοί, που έπαιρναν μέρος στα δρώμενα. Κάτω στη σκηνή υπήρχε το λογείο, όπου εμφανίζονταν οι θνητοί, ενώ στο επάνω μέρος το θεολογείο, απʼ όπου εμφανίζονταν και μιλούσαν οι θεοί. Μέχρι και ειδικούς γερανούς είχαν κατασκευάσει, που μετεώριζαν πάνω από τη σκηνή τους θεούς, όταν έπρεπε να φανεί ότι έρχονταν πετώντας από τον ουρανό («από μηχανής θεός»).

Το θέατρο αποτέλεσε το κυριότερο ανάμεσα στα μέτρα της λαϊκότροπης πολιτικής, που υιοθέτησαν οι εξουσιαστές, προκειμένου να αυξήσουν τη δημοτικότητά τους και να καταστήσουν το λαό άβουλη μάζα, υποταγμένο στη θέληση των θεών και την ειμαρμένη.

Οι θεατές, αστοί, μέτοικοι, γυναίκες και παιδιά, όλοι πλην των δούλων, έσπευδαν στο θέατρο από το πρωί, για να πιάσουν θέση. Δεν πλήρωναν εισιτήριο. Αντίθετα, τους δινόταν από το κράτος το «θεωρικό», αποζημίωση για να παρευρίσκονται στις θεατρικές παραστάσεις.

Στην αρχαία Ελλάδα δεν υπήρχε κάποια εξ αποκαλύψεως Βίβλος, για να διδάσκει τους ανθρώπους πώς να υποτάσσονται στο θεϊκό θέλημα. Τον ρόλο αυτό τον έπαιξε με μεγάλη επιτυχία το αρχαίο θέατρο.

Από τον διθύραμβο
στην τραγωδία

Ο Διόνυσος στη φαντασία των αγροτών και των κτηνοτρόφων ενσάρκωνε το θεό της βλάστησης και της γονιμότητας. Στα πολύ παλιά χρόνια, όταν ακόμα οι άνθρωποι βρίσκονταν στο λίκνο της ιστορίας τους, μην ξέροντας πως οι εποχικές αλλαγές είναι φυσικό φαινόμενο, πίστευαν, πως ο χειμώνας, που τόσες και τόσες δυσκολίες τους δημιουργούσε, μπορούσε να είναι ατελείωτος. Γι΄ αυτό, όταν άρχιζε η άνοιξη, τη χαιρετίζανε με τραγούδια και μαγικές τελετουργίες. Μα κι όταν οι άνθρωποι πέρασαν σʼ ανώτερο στάδιο, πάλι εξακολούθησαν να πανηγυρίζουν τον ερχομό της άνοιξης με τη διαφορά, πως τα τραγούδια κι οι ιεροτελεστίες απευθύνονταν τώρα στον Διόνυσο.

Ο Αριστοτέλης στο έργο του «Περί Ποιητικής», το μόνο έργο της κλασικής εποχής για την ιστορία του ελληνικού θεάτρου που σώθηκε, γράφει με κατηγορηματικό τρόπο, πως η τραγωδία έχει την καταγωγή της από το διθύραμβο (IV, 1449a, 10).

Ο διθύραμβος ήταν λυρικό άσμα προς τιμή του θεού Διονύσου, που ψαλλόταν στις διονυσιακές γιορτές με θέμα τη γέννηση του θεού, του θανάτου του, της ανάστασής του κ.ά.. Κάποιος ιερέας, ο εξάρχων, παρίσταινε το θείο δράμα, τα πάθη του θεού με λόγια και με έργα (χτυπούσε το στήθος του, χειρονομούσε κ.λπ. και συγχρόνως έψελνε) κι οι χορευτές επαναλάμβαναν έπειτα τα δικά του λόγια (επωδός) και ξανάκαναν τις δικές του κινήσεις. Το ρήμα εξάρχω στην αριστοτελική ορολογία έχει τη σημασία του παρασταίνω. Ό,τι ήταν ο εξάρχων στο διθύραμβο ήταν πιο ύστερα ο υποκριτής στην τραγωδία.

Τα παλιότερα χρόνια, πριν δηλαδή η τραγωδία εξελιχθεί σε λογοτεχνικό είδος, δεν υπήρχαν θέατρα και η παράσταση του διθύραμβου γινόταν στη ορχήστρα και στη θυμέλη.
 
Ορχήστρα ήταν μια κυκλική πλατεία.

Στο μέσο της ορχήστρας υπήρχε η θυμέλη (εκ του θύω), ένα θυσιαστήριο, βωμός δηλαδή, προς τιμή του Διονύσου. Τα στοιχεία αυτά διατηρήθηκαν κι όταν κατασκευάστηκαν τα θέατρα. Σε πολλά αρχαία θέατρα που σώζονται σήμερα μπορούμε να δούμε στο κέντρο τους μια πέτρα, που αποτελούσε τη βάση του βωμού.
 
Το μέρος λοιπόν, που ύστερα ονομάστηκε θέατρο, ήταν ιερός τόπος, ιερό του Διονύσου, όπου ο χορός μαζί με τον εξάρχοντα παράσταινε το διθύραμβο. Οι ψαλμωδίες και οι χοροί στις ιεροτελεστίες αυτές αποτελούσαν το ιερό δράμα, που αργότερα έδωσε το λειτουργικό τυπικό του στην τραγωδία και την κωμωδία. Ό,τι γίνεται σήμερα με τη θεία λειτουργία στις χριστιανικές εκκλησίες, αυτό πάνω κάτω γινόταν με την τέλεση του διθύραμβου στα χρόνια εκείνα.

Διόνυσος
και θεοί του Ολύμπου

Στην προκλασική Αθήνα, όσοι είχαν πολλά κτήματα και χρηματικό πλούτο ήταν οι ευγενείς, ευπατρίδες, άριστοι, γεωμόροι, ενώ οι φτωχοαγρότες ονομάστηκαν περιφρονητικά αγροιώται (Ησύχιος και Διον. Αλικαρν. II, 3) και οι ακτήμονες θήτες, εκτήμοροι, πελάται. Μέσα σε λίγα χρόνια, η καλλιεργημένη γη συγκεντρώθηκε σε λιγοστά χέρια. Έτσι, πολλοί αθηναίοι κι αγρότες ήταν καταχρεωμένοι, ενώ άλλοι έχασαν τα πολιτικά τους δικαιώματα και κατάντησαν σκλάβοι. (Αριστ. Αθ. Πολ. 1,2).

Η κοινωνική ανισότητα δημιούργησε μεγάλες ταραχές. Κατά την ανώμαλη και ταραχώδη αυτή περίοδο, οι κάτοικοι της Αττικής, που ήταν χωρισμένοι σε αντιμαχόμενες τάξεις, χρησιμοποιούσαν θρησκευτικά συνθήματα στους πολιτικούς τους αγώνες. Οι ευγενείς δεν μισούσαν μόνο τους αγρότες, αλλά και τον Διόνυσο, που ήταν ο λατρευτός τους θεός. Αντίθετα, λάτρευαν επιδεικτικά τους θεούς του Ολύμπου, αναγνώριζαν σα θεά της γεωργίας την Δήμητρα κι άρχισαν να κηρύττουν, ότι ο Διόνυσος ήταν ξένος θεός. [Διαβάστε στην «Ελεύθερη Έρευνα»: Γιατί ο Διόνυσος δεν έγινε δεκτός στον Όλυμπο (Θρησκεία και πολιτική στην αρχαία Ελλάδα)].

Γύρω στο 630 π.Χ. οι αγρότες με αρχηγό τον Κύλωνα επαναστάτησαν, αλλά μολονότι στην αρχή επικράτησαν, προδόθηκαν και πλήρωσαν πολύ ακριβά την εξέγερσή τους. Οι ευγενείς ανάθεσαν σε κάποιον δικό τους, που λεγόταν Δράκων, να κυβερνήσει την Αττική και να εφαρμόσει νόμους τέτοιους, που δεν θα άφηναν τους αγρότες να σηκώσουν κεφάλι. Ο Δράκων πραγματικά σύνταξε τους πιο αυστηρούς νόμους, που γνώρισε η ελληνική αρχαιότητα. Φυσικό ήταν να κάνει και ορισμένες μεταβολές στις ιεροτελεστίες. Σύμφωνα με την ιδεολογία της τάξης του, κανόνισε και τα ζητήματα της θρησκείας αποκλείοντας τη διονυσιακή λατρεία. (Πορφύριος, Περί αποχής εμψύχων, 4, 22).
 
Ούτε αργότερα οι νόμοι του Σόλωνα μπόρεσαν να αμβλύνουν τις ταξικές αντιθέσεις, όπως ομολογεί ο ίδιος στις ελεγείες του. Όταν κατέλαβε την εξουσία ο Πεισίστρατος, προκειμένου να εξυπηρετήσει τους πολιτικούς του σκοπούς, σαν πρώτο μέτρο θέσπισε να πάρει η λατρεία του Διονύσου παλλαϊκό μέσα στο άστυ χαρακτήρα και παναγροτικό στην Αττική. Οργάνωσε λοιπόν τα Μεγάλα Διονύσια ή τα Διονύσια κατ΄ Άστει και ξανάφερε τα Μικρά Διονύσια ή Διονύσια κατ΄Αγρούς, που είχαν καταργηθεί από τους ευγενείς. Ακόμα οργάνωσε, με την κρατική ενίσχυση, άλλες δυο μεγάλες γιορτές, τα Λήναια και τα Ανθεστήρια.

Επιχειρώντας να εξουδετερώσει τη θρησκευτική επιρροή των αριστοκρατικών οικογενειών, που θρησκεύονταν μόνες τους και δεν επέτρεπαν στις λαϊκές μάζες να παίρνουν μέρος στις ιεροτελεστίες, αφού και τα ιερά και το ιερατείο προέρχονταν από την τάξη τους, αναγκάστηκε να οργανώσει νέο ιερατείο για την τέλεση της διονυσιακής λατρείας. Το διονυσιακό ιερατείο λεγόταν θίασος και τα μέλη του θιασώται. Εκτός όμως από τους θιάσους παρουσιάστηκε η ανάγκη να ιδρυθούν στο άστυ και στους δήμους (περίχωρα) νέα ιερά του Διονύσου, αφού τα παλιά τα κατείχαν οι ευγενείς.

 

 

Θεοί και θνητοί
αντάμα
στις «Ευμενίδες»
του Αισχύλου
.

Ο Ορέστης έχει καταφύγει στο ιερό του Απόλλωνα στους Δελφούς και ζητάει προστασία αγκαλιάζοντας τον ιερό ομφαλό. Ο Απόλλωνας (στη μέση) διώχνει τις Ερινύες. Αριστερά, η προφήτισσα (Πυθία) απομακρύνεται έντρομη από τη θέα τους. Η Άρτεμις δεξιά παρακολουθεί τη σκηνή. (Νάπολι, Εθν. Μουσείο, 4ος αιώνας π.Χ.).

Ετυμολογία
της λέξης τραγωδία

Όταν άρχισε να εφαρμόζεται το θρησκευτικό πρόγραμμα του Πεισίστρατου, αντέδρασαν όχι μόνον οι ευγενείς κι οι γεωκτήμονες, αλλά και οι εμποροναυτικοί, που είχαν αρχηγό τους τον Σόλωνα. Όλοι αυτοί αποδοκιμάζοντας τη θρησκευτική μεταρρύθμιση μιλούσαν γιʼ αυτήν περιφρονητικά. Έτσι, το διθύραμβο τον ονόμασαν κοροϊδευτικά τραγωδία, που σημαίνει τράγων ωδή (σύμφωνα με την επικρατέστερη εκδοχή). Τράγους εννοούσαν τους εκτελεστές του διθύραμβου, που κατά την παράστασή του φορούσαν τραγοτόμαρα.
   
Οι πεισιστρατικοί χρησιμοποιούσαν την ονομασία ιερό δράμα ή απλά δράμα, που τα χρόνια εκείνα ήταν καθιερωμένος όρος για τις ιεροτελεστίες (Αριστ. Ποιητική, II, 1448a, 30-35 και 1448b, 1). Ο όρος δράμα δεν κατόρθωσε να επιβληθεί και να επικρατήσει, γιατί οι ευγενείς και στα ύστερα από τον Πεισίστρατο χρόνια ασκούσαν στους διανοούμενους και συγγραφείς μεγάλη επιρροή κι έτσι το χλευαστικό όνομα που έδωσαν στην ιεροτελεστία του διθύραμβου επικράτησε.




«Λεξικόν της Eλληνικής Γλώσσης Liddell & Scott»



Το πρώτο θέατρο
Ο Πεισίστρατος, έχοντας οξύτατο πολιτικό κριτήριο, κατάλαβε πολύ καλά τη δύναμη της προπαγάνδας. Επιδίωξε να εκλαϊκεύσει και να συστηματοποιήσει όλες τις πανάρχαιες παραδόσεις, που μιλούσαν για μια εποχή ισότητας και δικαιοσύνης και για μεγάλους αρχηγούς–ήρωες, ώστε να μπορέσει να τις χρησιμοποιήσει σαν ιδεολογικό όπλο για την πολιτική του επικράτηση.

 










Η χρήση του προσωπείου,
συχνή στις πρωτόγονες λατρείες και κυρίως στη λατρεία του Διονύσου, αποτέλεσε βασικό στοιχείο της θεατρικής σκευής.
Στην εικόνα φαίνεται πήλινο προσωπείο από το Ιερό της Ορθίας στη Σπάρτη (6ος αιώνας π.Χ., Αρχ. Μουσείο). Τέτοια προσωπεία χρησιμοποιούνταν πιθανόν για ορισμένους χορούς θρησκευτικής λατρείας, ανάλογους μʼ αυτούς, από τους οποίους προήλθαν οι δραματικοί χοροί.
 

Χωρίς φυσικά να καταργήσει τις διονυσιακές ιεροτελεστίες, ανάθεσε στον Θέσπι να παραστήσει όχι μόνο τους μύθους του διονυσιακού κύκλου, αλλά και τους μύθους από τον επικό και θηβαϊκό κύκλο, με βάση όμως το λειτουργικό τυπικό της διονυσιακής λατρείας. Αυτό το έκανε για να δώσει θρησκευτικό κύρος στις τέτοιες παραστάσεις και να προκαλέσει ανάλογη συγκίνηση στο λαό της Αττικής.


 


Το θέατρο του Διονύσου ή θέατρο Διονύσου Ελευθερέως είναι ο σημαντικότερος γνωστός υπαίθριος
θεατρικός χώρος στην αρχαία Αθήνα και θεωρείται το πρώτο θέατρο του κόσμου. Αποτελούσε μέρος
του ιερού του Ελευθερέως Διονύσου, που βρισκόταν στις νοτιοανατολικές παρυφές της Ακρόπολης
και υπήρξε ο βασικός τόπος παράστασης του αττικού δράματος, αφού φιλοξενούσε
τα Μεγάλα Διονύσια, τη μεγαλύτερη θεατρική γιορτή της πόλης των Αθηνών.
Οι σωζόμενες τραγωδίες και κωμωδίες του 5ου και του 4ου π.Χ. αιώνα γράφτηκαν ─τουλάχιστον
οι
περισσότερες─ για να εκτελεστούν σε αυτόν τον χώρο.
 


Οι πρώτες παραστάσεις γίνονταν στο ιερό του Διονύσου. Ο χώρος μπροστά από το αρχαϊκό ιερό του θεού ήταν κατάλληλος για θεατρικές εκδηλώσεις και από θρησκευτική και από πρακτική άποψη. Στην αρχή είχε αξιοποιηθεί μια κυκλική πλατεία, γύρω από την οποία καθόταν το κοινό σε πρόχειρα στημένες γαι την περίσταση ξύλινες κερκίδες. Η κατάρρευση αυτών των κερκίδων γύρω στο 500 π.Χ. έδωσε στους αθηναίους την αφορμή για μια μόνιμη λύση.

Αργότερα, όταν η αθηναϊκή σκηνή οργανώθηκε σε ίδρυμα καλλιτεχνικό και οι παραστάσεις γίνονταν σε μεγάλα θέατρα, στο μπροστινό μέρος υπήρχε πάντα ο θρόνος του «Ιερέως Διονύσου Ελευθερέως».
 
Παραστάσεις δεν τελούνταν καθημερινά, αλλά μόνο κατά τις γιορτές του Διονύσου. Ήταν πάντοτε ενταγμένες μέσα σε ένα σύνολο εκδηλώσεων θρησκευτικού εορτασμού. Πολύ άμεση και γιʼ αυτό ριζικά διαφορετική από την εποχή μας, ήταν η παρέμβαση του κράτους στη διαδικασία της προετοιμασίας. Αποτελούσε ένα από τα πρώτα μελήματα του επώνυμου άρχοντα αμέσως μετά την ανάληψη της εξουσίας του.

Οι κύριες γιορτές, κατά τις οποίες γίνονταν παραστάσεις στην Αθήνα και στους δήμους της Αττικής, όπου υπήρχαν θέατρα, ήταν τα Μεγάλα ή εν Άστει Διονύσια τελούμενα περί τον Μάρτιο, τα Λήναια κατά τον Ιανουάριο και τα κατ΄Αγρούς Διονύσια, τα καλούμενα και Μικρά, περί τον Δεκέμβριο.

Οι θεατρικές παραστάσεις κάλυπταν το μεγαλύτερο μέρος των εορτασμών. Τα Μεγάλα Διονύσια εγκαινιάζονταν με την εικονική αναπαράσταση της έλευσης του Διονύσου στην Αθήνα. Επρόκειτο για μια ιερή πομπή, μια λιτανεία του ξόανου του θεού από τις Ελευθερές, όπου είχε προηγουμένως μεταφερθεί απʼ το ιερό του, στο θέατρό του. Εκεί το τοποθετούσαν για να «παρακολουθήσει», μαζί με τον ιερέα του, τους δραματικούς αγώνες.

 


Ο μαρμάρινος θρόνος του ιερέα του Διονύσου
στο θέατρο του θεού κάτω από την Ακρόπολη,
στη μέση της πρώτης σειράς καθισμάτων.
Δίπλα του τοποθετούσαν ─ύστερα από λιτανεία
στους δρόμους της Αθήνας─ το ξόανο του Διονύσου
και μαζί ─ξόανο και ιερέας─ παρακολουθούσαν
τις θεατρικές παραστάσεις.


   
 

 
Σχεδιαστική αναπαράσταση του Θεάτρου του Διονύσου,
κάτω από το βράχο της Ακρόπολης των Αθηνών.
 
Πέρα από τα κύρια μέρη του θεάτρου (κοίλον, ορχήστρα, θεμέλη, σκηνή) υπήρχαν και διάφορα
άλλα σχετιζόμενα με την τεχνική των παραστάσεων, όπως π.χ. το θεολογείον στο επάνω μέρος
της σκηνής, όπου εμφανίζονταν οι θεοί, γερανοί για την από ψηλά είσοδο των θεών,
το κεραυνοσκοπείον, το βροντείον κ.ά..
 

Μετά την παράσταση τριών τραγωδιών (τριλογία), παρουσιαζόταν κι ένα σατυρικό δράμα, που συμπλήρωνε την ομάδα. Ανλούσε κατά κανόνα το θέμα του από τον ίδιο μυθικό κύκλο. Μέσα σʼ αυτό οι ποιητές αρέσκονταν να αναπλάθουν ελαφρά, κάποτε ίσως και παρωδώντας, θέματα και συγκεκριμένες σκηνές από τις τραγωδίες, που είχαν προηγηθεί. Τα δύο είδη συγγενεύουν όχι μόνο στη γενική σκηνική διάρθρωση και σε άλλα επί μέρους μορφικά στοιχεία ─γλώσσα, μέτρα κ.λπ.─ αλλά και στη θεματολογία από τον ιερό χώρο του μύθου.

 



Το σατυρικό δράμα
διατηρούσε στενή σχέση
με τον διονυσιακό κύκλο.
Αργότερα, επεκτάθηκε και σε άλλα θέματα, αλλά διατήρησε πάντα χορό από Σατύρους.
Στην εικόνα φαίνονται τρεις υποκριτές, μέλη χορού σατυρικού δράματος.
(Αρχές 4ου αιώνα π.Χ.,
Σίδνεϋ, Μουσείο Nicholson).
 

Χορηγίες

Οι χορηγοί ήταν ευκατάστατοι πολίτες, που βοηθούσαν οικονομικά το κράτος αναλαμβάνοντας τα έξοδα των χορών. Η ανάληψη της χορηγίας αποτελούσε ένα από τα πρώτα συστατικά, που θα παρουσίαζε ένας αθηναίος πολίτης, προκειμένου να πείσει ένα ακροατήριο, ότι η αφοσίωσή του προς το κράτος ήταν ξεχωριστή. Η εκλογή γιʼ αυτή τη λειτουργία δεν ήταν πάντοτε εύκολη, επειδή κάποτε έλειπαν οι αυθόρμητες προσφορές, οπότε η επέμβαση του κράτους γινόταν αναγκαστικά πιο πιεστική

Φυσικά, το γεγονός ότι οι υποχρεώσεις των χορηγών ήταν καθορισμένες δεν εξασφάλιζε και την έκταση της γενναιοδωρίας τους. Πολύ συχνά, μια σειρά από αξιόλογα δράματα, για τα οποία είχε ορισθεί ένας φειδωλός ή αδιάφορος χορηγός, μπορούσε να αποτύχει, επειδή οι χοροί ήταν ελλιπέστατα γυμνασμένοι ή υστερούσαν ενδυματολιγικά.

Η προθυμία για εθελοντικές προσφορές προχωρούσε με αντίστροφο ρυθμό απ΄ό,τι η εξέλιξη των θεατρικών δραστηριοτήτων, ώσπου στα χρόνια του Δημήτριου του Φαληρέα, προς το τέλος του 4ου αιώνα π.Χ., ο θεσμός καταργήθηκε και τυπικά, αφού όλες πια τις οικονομικές ευθύνες τις επωμιζόταν ο δήμος.


 





Μικροί Σάτυροι

ασχολούνται με την αφή της πυράς γύρω από τη μορφή του Διονύσου.
Ο σαλπιγκτής επάνω στο βωμό αναγγέλλει την είσοδο του νικητή.
Το θέμα του σατυρικού δράματος, με το οποίο σχετίζεται η παράσταση, είναι η κλοπή της πυράς από τον Προμηθέα.
(Βερολίνο, Αρχ. Μουσείο).
 

Μια θεατρική παράσταση
του ίδιου του Πεισίστρατου

Ένα σπουδαίο κόλπο σκέφτηκε ο Πεισίστρατος, προκειμένου να πείσει τους αθηναίους ότι ήταν θεοπρόβλητος ηγέτης και να τον δεχθούν ως τύραννο, καθʼ ότι δήθεν είχε θεία αρωγή. Μπήκε θριαμβευτικά στην Αθήνα πάνω σε ένα άρμα συνοδευόμενος από πάνοπλη τη θεά Αθηνά, την οποία υποδυόταν μια άσημη κοπέλα. Οι αρχαίοι αθηναίοι έσπευσαν να τους δουν και με αφέλεια πίστεψαν (!) το σκηνοθετικό αυτό εύρημα, ότι δηλαδή, πραγματικά η κοπέλα εκείνη ήταν η θεά κι ο Πεισίστρατος είχε τη βοήθειά της. (Διαβάστε στην
«Ελεύθερη Έρευνα»: Όταν η θεά Αθηνά μπήκε πάνοπλη στην Αθήνα).

Έχει υπερτιμηθεί η κλασική αρχαιότητα ως «βράχος» του ορθολογισμού. Η ιστορική πραγματικότητα όμως, όπως σε πλήθος άρθρων μας έχουμε δείξει στην «Ελεύθερη Έρευνα», είναι εντελώς διαφορετική. Την κλασική εποχή έκαιγαν βιβλία, κυνηγούσαν φιλοσόφους κι επιστήμονες, έκαναν μάγια, ξόρκια, βουντού, καταδεσμεύσεις κι ένα σωρό άλλες μυστικιστικές μεταφυσικές ανοησίες, που έχουμε συνηθίσει να τις συναντάμε σε μεσαιωνικές πρακτικές. Ο μεσαίωνας στον αρχαίο κόσμο κυοφορήθηκε, αργά και σταθερά με διαδικασίες απόλυτα φυσιολογικές και αναμενόμενες. (Διαβάστε στην «Ελεύθερη Έρευνα»: Ο μεσαιωνισμός της κλασικής εποχής,
Η «πατρώα» ανοησία κ.ά.).
 
 

Το αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου
είχε περιπέσει στην αφάνεια
για δύο σχεδόν χιλιετίες.
Στην εικόνα φαίνεται πώς ήταν
πριν την ανασκαφή του στα τέλη
του 19ου─αρχές 20ού αιώνα.
 

Η εξέλιξη του αρχαίου θεάτρου
Η θυμέλη ήταν το κέντρο της ορχήστρας, όπου υπήρχε ο βωμός του θεού γύρω από τον οποίο ξεκινούσαν οι γιορτές προς τιμή του με κυκλικούς χορούς. Ο Θέσπις στην αρχαία Κόρινθο σκέφτηκε να ξεχωρίσει ένα άτομο από το χορό, να το βάλει να στέκεται δίπλα στο βωμό και να ξεκινήσει ένας διάλογος ανάμεσα σʼ αυτόν και στον κυκλικό χορό γύρω γύρω, που αφορούσε πάντα τη ζωή του Διονύσου. Π.χ. ρωτούσε αυτός που ήταν δίπλα στη θυμέλη: «Και τι έκανε τότε ο θεός;». Η απάντηση ερχόταν από το χορό τραγουδώντας και χορεύοντας. Αυτή είναι η πρώτη αντίληψη μιας θεατρικής παράστασης. Αυτή η συζήτηση ανάμεσα στον έναν και στους πολλούς είναι το πρώτο σπέρμα του αρχαίου θεάτρου.

Στις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ. άρχισαν να παρουσιάζονται τα πρώτα θεατρικά έργα, όπου ο ηθοποιός ήταν ένας πάντα, που έπαιζε διάφορους ρόλους. Αργότερα, την εποχή του Σοφοκλή, προστέθηκε κι ένας δεύτερος ηθοποιός, κι ένας τρίτος την εποχή του Ευριπίδη. Η καλύτερη εποχή του αρχαίου ελληνικού θεάτρου είναι τον 5ο αιώνα π.Χ., όπου η θεματολογία κατά κάποιο τρόπο ξεπέρασε το θέμα τού τι έκανε και πώς έζησε ο Διόνυσος και οδηγήθηκε και σε άλλους μύθους.
 
Οι θεατρικές παραστάσεις δεν ήταν ένα μόνο έργο, ένα δίωρο π.χ.. Ήταν συνήθως, όπως είδαμε, μια τριλογία με διαλείμματα, που ξεκινούσε το πρωί και τέλειωνε το απόγευμα. Στο τέλος, για να ελαφρύνει λίγο η κατάσταση υπήρχε μια κωμωδία. Οι άνθρωποι στην αρχαιότητα έβλεπαν θέατρο για τρεις μέρες συνέχεια, τέσσερις παραστάσεις την ημέρα.

Λόγω της διάρκειας του θεάματος οι θεατές κατέφταναν κουβαλώντας φαγητά και μαξιλάρια, για να καθίσουν πιο αναπαυτικά στις άβολες κερκίδες. Το αρχαίο ελληνικό θεατρικό κοινό δεν ήταν καθόλου πειθαρχημένο. Ακούγονταν φωνές, σφυρίγματα όταν οι θεατές ήθελαν να εκδηλώσουν την αποδοκιμασία τους για το έργο ή ακόμα ξεσπούσαν και τσακωμοί στις κερκίδες. Για την τήρηση της τάξης κατά τη διάρκεια της παράστασης υπήρχαν φύλακες εφοδιασμένοι με μεγάλα ραβδιά, οι ραβδούχοι.


Αυτό, όχι μόνον χωρίς κανένα εισιτήριο, αλλά στην Αθήνα πληρώνονταν για να πάνε στο θέατρο, γιατί ήταν οι άνθρωποι που έπρεπε να αφήσουν τη δουλειά τους στα χωράφια τους, για να πάνε στο θέατρο. Πληρώνονταν μία δραχμή την ημέρα ως αποζημίωση για την ημέρα, που έπρεπε να αφήσουν τα χωράφια τους σε κάποιο δούλο ενδεχομένως να τα δουλέψει, για να πάνε οι ίδιοι στο θέατρο.


Το θέατρο
και οι θεατρικές
παραστάσεις
γίνονταν
για να δείξουν
στον κόσμο
ποιο είναι
το σωστό
και ποιο
το λάθος
απέναντι
στο θείο θέλημα


  
Σε αντίθεση με τους ολυμπιακούς αγώνες, όπου η παρουσία των γυναικών ήταν απαγορευμένη (διαβάστε στην «Ελεύθερη Έρευνα»: Το παραμύθι «Ολυμπιακό Πνεύμα» της αρχαιότητας), τις παραστάσεις του αρχαίου θεάτρου μπορούσαν να τις παρακολουθήσουν και γυναίκες και παιδιά. Γυναίκες των χωρικών κατέφθαναν ομαδικά από τους δήμους, καθώς και ξένες οικογένειες, που βρίσκονταν μόνιμα ή για λίγο στην Αθήνα.

Το θέατρο της Επιδαύρου
Το ότι το αρχαίο θέατρο είχε να κάνει με το θρησκευτικό συναίσθημα των ανθρώπων φαίνεται για παράδειγμα από το αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου. Είχε 14.000 θέσεις στη μέση του πουθενά. Δεν υπήρχε κοντά καμία πόλη να το στηρίξει. Ήταν ένα θέατρο, που γέμιζε μια φορά στα τέσσερα χρόνια, όταν γίνονταν οι μεγάλες θρησκευτικές γιορτές προς τιμή του θεού. Η Επίδαυρος στην αρχαιότητα δεν ήταν πόλη. Ήταν μόνο ένα ιερό του Ασκληπιού εξαιρετικά μακριά από τις πόλεις, που δημιουργήθηκε στα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ., αλλά η ακμή του είναι γύρω στον 4ο αιώνα π.Χ..

Στον αρχαιολογικό χώρο της Επιδαύρου δεν έχουν μείνει και πολλά από τα αρχαία μνημεία. (Για τη σημερινή κατάσταση στην περιοχή διαβάστε στην «Ελεύθερη Έρευνα» το οδοιπορικό: Η Αγία Επίδαυρος).
Στο αρχαιολογικό μουσείο όμως της περιοχής περιλαμβάνονται κάποια απομεινάρια από το Ασκληπιείο και τη λατρεία του θεού.
 
Εδώ έχουμε να κάνουμε με κάποια μυστήρια, που λάμβαναν χώρα μέσα σε ένα περίεργο στρογγυλό κτίριο, τη λεγόμενη Θόλο. Το χαρακτηρίζουμε περίεγρο, γιατί δεν υπήρχαν στην αρχιτεκτονική της αρχαίας Ελλάδας στρογγυλά κτίρια πλην ελαχίστων. Από τη Θόλο σήμερα δεν σώζονται, παρά μόνο δύο κίονες, που κι αυτοί είναι αναστηλωμένοι.
 
Το κτίριο ηταν εξαιρετικά διακοσμημένο με πάρα πολύ λεπτομερή και λεπτεπίλεπτη διακόσμηση. Ήταν διακοσμημένο και εξωτερικά, όπως όλοι οι αρχαίοι ναοί, αλλά επιπλέον και εσωτερικά. Είχε εσωτερικά κιονόκρανα και φατνώματα ωραία βαμμένα, όπως εξ άλλου ήταν όλα τα αρχαία αρχιτεκτονικά μέλη. Τα μεγαλύτερα τμήματα των φατνωμάτων ήταν συνήθως μπλε, για να θυμίζουν τον ουρανό. Άλλα χρώματα που χρησιμοποιούσαν ήταν το κίτρινο και το χρυσό και άλλα. Οι άνθρωποι στην αρχαιότητα έμεναν έξω από τους ναούς για τις θυσίες κ.λπ., ενώ μέσα έμπαιναν μόνον οι ιερείς κι ακόμα κι εκείνοι σε συγκεκριμένες ημέρες. Το εσωτερικό του ναού θεωρείτο ότι ήταν η κατοικία του θεού.

Τι γινόταν στο Λαβύρινθο;
Η Θόλος είχε μια εξωτερική κιονοστοιχία, μια εσωτερική κι ένα ωραιότατο δάπεδο.
Το κτίριο είχε ιδιαίτερη λατρευτική σημασία στο χώρο του Ασκληπιείου, διότι πολύς κόπος και χρήμα ξοδεύτηκαν για να κτιστεί. Κάτω από το κεντρικό πάτωμα της Θόλου υπήρχε ένας Λαβύρινθος. Η είσοδος προς τον Λαβύρινθο πρέπει να γινόταν από το κέντρο του δαπέδου. Υπάρχουν τρεις ομόκεντροι κύκλοι με έναν περίεργο διάδρομο, που περνάει ενδιάμεσα, αλλά δεν γνωρίζουμε ακριβώς γιατί είχε φτιαχτεί ή για ποιο λόγο ακριβώς χρησιμοποιείτο. Έχουν διατυπωθεί θεωρίες για την ακριβή χρήση του Λαβύρινθου, όπως π.χ., ότι εκεί έκλειναν τους ψυχασθενείς για θεραπεία με μουσική ή ότι εκεί εξέτρεφαν φίδια για να τους παίρνουν το δηλητήριο να φτιάχνουν φάρμακα και άλλες.

Τα πλήθη κατά την αρχαιότητα συνέρεαν στους ναούς όχι μόνο για πνευματικούς λόγους. Οι ναοί ήταν μέρη, όπου τρόμαζαν. Οι ιερείς είχαν σκοπό να τρομάξουν τους πιστούς· τους προκαλούσαν μία αίσθηση δέους και ανατριχίλας. Προκειμένου όμως, να διασφαλίσουν ότι οι πιστοί θα νοιώσουν δέος, οι ιερείς χρησιμοποιούσαν τεχνικά κόλπα, που εφεύρισκαν τα μεγάλα μυαλά της αρχαιότητας, τα οποία οι ίδιοι χρηματοδοτούσαν, όπως ο Ήρων ο Αλεξανδρινός. Σκοπός ήταν να δίνεται η αίσθηση της μαγείας στον πιστό, με το αζημίωτο. (Διαβάστε στην «Ελεύθερη Έρευνα»: Η αρχαία επιστήμη στην υπηρεσία του 12θεϊστικού ιερατείου, Διαχρονικές μηχανουργίες αφής αγίου φωτός κ.ά.).

Στα νεκρομαντεία για παράδειγμα, οι ιερείς προσέφεραν γεύματα και ποτά με παραισθησιογόνα στους προσκυνητές, τους έβαζαν μέσα σε τάφους για μέρες και κατόπιν διοργάνωναν με διάφορα τεχνάσματα «παραστάσεις», ώστε να νομίζουν οι επισκέπτες, ότι μιλούσαν με τους νεκρούς.

Το δωδεκαθεϊστικό ιερατείο είχε στήσει στα νεκρομαντεία προσοδοφόρες επιχειρήσεις εξαπάτησης των αφελών πιστών του δωδεκάθεου, που πίστευαν, ότι από εκεί κι ειδικότερα από το Νεκρομαντείο του Αχέροντα, από τον πιο κοντινό στις πύλες του Αδη χώρο, θα μπορούσαν να επικοινωνήσουν με τους χαμένους για πάντα αγαπημένους τους. Κατέβαιναν στην ανηχοϊκή κρύπτη, την κατάλληλα διακοσμημένη και εξοπλισμένη με μηχανισμούς ανεβάσματος και κατεβάσματος ειδώλων, ενώ οι ιερείς κυκλοφορούσαν ανάμεσα σε διπλούς τοίχους κάνοντας διάφορα κόλπα, σαν να ήταν πρόγονοι του «μάγου» Ντέιβιντ Κόπερφιλντ.
 
(Διαβάστε στην «Ελεύθερη Έρευνα»:
Κάτω Κόσμος: Μια προσοδοφόρα επιχείρηση του 12θεϊστικού ιερατείου).

Κατά τη τέλεση των ελευσινίων μυστηρίων γινόταν χρήση οίνου, πιθανώς δε και οπίου. Σε μαρμάρινη πλάκα, που βρέθηκε, παρίσταται η θεά Δήμητρα κρατώντας στα χέρια της στάχυα και κωδιές υπνοφόρου μήκωνος. (Βλ: Ψυχότροπες ουσίες και ναρκωτικά, Παραισθησιογόνα σε αρχαία πιθάρια κ.ά.).

Κάπως έτσι θα πρέπει να προσεγγίσουμε και το μυστήριο της χρήσης του Λαβύρινθου στην Επίδαυρο. Ανάλογα τεχνάσματα από τους ιερείς του 12θεου θα πρέπει να γίνονταν κι εκεί, για την εξαπάτηση των πιστών.

Θαύματα
στο Ασκληπιείο της Επιδαύρου
 

 
Ανάθημα στον Ασκληπιό
 
Το ιερό του Ασκληπιού στην Επίδαυρο είχε αποκτήσει μεγάλη φήμη. Ήταν πολλά τα θαύματα του θεού. Στο Ασκληπιείο της Επιδαύρου βρίσκονταν ιερείς γιατροί. Πάρα πολύς κόσμος συνέρρεε εκεί, για να θεραπευθεί, λόγω της φήμης του ιερατείου. Οι άνθρωποι έφταναν εκεί με τα πόδια, με κάρα ή με όποιο ζωικό μέσο μεταφοράς υπήρχε εκείνη την εποχή πιστεύοντας στα θαύματα και κατ΄επέκταση στη θεραπεία. Αυτοί που είχαν θεραπευθεί ─και όχι μόνον─ ένιωθαν υποχρεωμένοι προς το θεό κι έκαναν κάποιες προσφορές, τα λεγόμενα αναθήματα της αρχαιότητας. Αγάλματα είτε ομοιώματα ποδιών, χεριών κ.λπ..
 

 
Ο αναθέτης κρατάει ομοίωμα ποδιού
αφιέρωμα στον Ασκληπιό, στο οποίο
διακρίνεται διογκωμένη φλέβα,
δηλώνοντας την πάθησή του.
(Εθν. Αρχ. Μουσείο, 4ος αι. π.Χ.).
 
Κάθε τέσσερα χρόνια, κατά το σύνηθες των εκδηλώσεων στην αρχαιότητα, γίνονταν μεγάλες γιορτές προς τιμή του Ασκληπιού. Αυτές οι γιορτές, όπως και σε άλλα ιερά, περιελάμβαναν αθλητικούς αγώνες και θεατρικές παραστάσεις στο θέατρο της Επιδαύρου.

Οι επιγραφές των ιαμάτων της Επιδαύρου περιγράφουν γλαφυρά τι μπορεί να κάνει ο θεός: Ο παράλυτος Ερμόδικος από τη Λάμψακο της Μικράς Ασίας έγινε καλά. Η Κλεώ, εγκυμονούσα για πέντε χρόνια, κατάφερε να γεννήσει ένα αγόρι.  Η τυφλή αθηναία Αμβροσία βρήκε το φως της. Ο μικρός Ευφάνης ζήτησε θεραπεία κι έταξε στο θεό τους βόλους του για αμοιβή. Γέλασε ο Ασκληπιός και τον θεράπευσε:
 
- Η Αμβροσία από την Αθήνα, μονόφθαλμη. Ήρθε ως ικέτης στο θεό. Καθώς περπατούσε μέσα στο ιερό, γέλασε με μερικές ιάσεις, επειδή τις θεώρησε απίστευτες και αδύνατες, αφού τυφλοί και σακάτηδες γίνονταν καλά βλέποντας μόνον ένα όνειρο. Σαν κοιμήθηκε όμως, είδε ένα όραμα. Της φάνηκε, ότι ο θεός στάθηκε δίπλα της και είπε, ότι θα τη γιάτρευε, αλλά ζητούσε σε αντάλλαγμα απ' αυτήν να αφιερώσει στο ναό ένα ασημένιο χοίρο, ως ανάμνηση της αμάθειάς της. Αφού τα είπε αυτά, έκοψε το άρρωστο μάτι κι έχυσε μέσα κάποιο φάρμακο. Όταν ξημέρωσε, η γυναίκα βγήκε υγιής απ' το ιερό.
   
- Ένα παιδί δίχως φωνή. Ήρθε ως ικέτης στο ιερό, για τη φωνή του. Όταν είχε κάνει τις προκαταρκτικές θυσίες και όλα όσα συνηθίζονταν, ο υπηρέτης τού ναού, που διατηρούσε το ιερό πυρ του θεού, κοιτάζοντας τον πατέρα του παιδιού, του ζήτησε να υποσχεθεί, ότι μέσα σʼ ένα χρόνο θα έφερνε το ευχαριστήριο ανάθημα για τη θεραπεία. Μα το παιδί ξαφνικά είπε, «υπόσχομαι». Ο πατέρας του έμεινε έκπληκτος και του ζήτησε να επαναλάβει. Το παιδί ξανάπε το ίδιο πράγμα κι έτσι έγινε καλά.
   
- Η Κλειώ ήταν έγκυος πέντε χρόνια. Επειδή λοιπόν, κυοφορούσε πέντε χρόνια, πήγε ως ικέτης στο θεό και κοιμήθηκε μέσα στο άβατο. Μόλις βγήκε απ΄αυτό και πήγε στον περίβολο του ναού, γέννησε ένα γιο, ο οποίος, αμέσως μετά τη γέννα, πλύθηκε στην κρήνη και περπάτησε γύρω από τη μάνα του. Και εκείνη, για την εύνοια που δέχτηκε έγραψε στο ανάθημά της: «Δεν είναι θαυμαστό το μέγεθος της πινακίδας, αλλά ο θεός, επειδή η Κλειώ κουβαλούσε το βάρος στην κοιλιά της πέντε χρόνια, ώσπου κοιμήθηκε στο ναό κι ο θεός της έδωσε την υγεία της».
     
- Ένας άνδρας, που τα δάχτυλά του εκτός από ένα είχαν παραλύσει, ήρθε ως ικέτης στο θεό. Βλέποντας τις πινακίδες στο ιερό, δεν πίστεψε τις ιάσεις και κορόιδεψε τις επιγραφές. Στον ύπνο του όμως, είδε ένα όραμα. Του φάνηκε, ότι ενώ έπαιζε αστράγαλους κάτω από το ναό κι ήταν έτοιμος να τους ρίξει, εμφανίστηκε ο θεός, του έπιασε το χέρι και του τέντωσε τα δάχτυλα. Όταν ο θεός στάθηκε πιο πέρα, ο ασθενής είδε, πως λύγιζε το χέρι του και τέντωνε τα δάχτυλά του ένα-ένα. Όταν τα ίσιωσε όλα, ο θεός τον ρώτησε αν εξακολουθούσε να μην πιστευει τις επιγραφές στις πινακίδες του ναού. Ο ασθενής απάντησε όχι. «Επειδή όμως, προηγουμένως δέν πίστευες τις ιάσεις, αν και δεν είναι απίστευτες, στο εξής το όνομά σου θα είναι Άπιστος». Όταν ξημέρωσε, ο ασθενής έφυγε υγιής. (Ιάσεις του Απόλλωνα και του Ασκληπιού, Inscriptiones Graecae 4.951-952, Dittenberger, Sylloge 1168-69).

Ο ευσεβέστατος Σοφοκλής
Η λατρεία του Ασκληπιού γνώρισε τεράστια άνθηση στον χώρο και τον χρόνο. Ιδρύθηκαν πολυάριθμα Ασκληπιεία, που από τον αριθμό των προσφορών που σώζονται αντιλαμβανόμαστε τη μεγάλη τους απήχηση.

Το 420 π.Χ. η Αθήνα ήταν πολύ ταλαιπωρημένη. Κουρασμένος από τον πελοποννησιακό πόλεμο ο πληθυσμός της υπέφερε, η πόλη είχε αποδεκατιστεί από τον τρομερό λοιμό, νοσούσε ολόκληρη. Ο ίδιος ο Περικλής έχασε τη ζωή του από την πανώλη.

Με μεγάλες προσδοκίες οι αθηναίοι έστησαν ένα μεγαλόπρεπο χάλκινο άγαλμα της Αθηνάς-Υγείας στην Ακρόπολη. Αλλά οι παλιοί θεοί δεν επαρκούσαν για να φέρουν τη σωτηρία. Ο επιδαύριος θεός κλήθηκε να βοηθήσει την πόλη. Κατά τα τέλη του έτους 420 π.Χ., το φίδι του Ασκληπιού ξεκίνησε με πλοίο από την Επίδαυρο και αποβιβάστηκε στο λιμάνι της Μουνιχίας στον Πειραιά, όπου ιδρύθηκε το πρώτο Ασκληπιείο.


Τόση ήταν η απήχηση της νέας λατρείας, που, σε λιγότερο από ένα χρόνο δεν επαρκούσε το ιερό του Πειραιά και ιδρύθηκε το Ασκληπιείο στη σκιά της Ακρόπολης μεταξύ του διονυσιακού θεάτρου και της ανατολικής πλευράς του πελαργικού τείχους.


Ένας από τους πρώτους οπαδούς του νέου θεού στην Αθήνα ήταν ο τραγικός ποιητής Σοφοκλής, που διακρινόταν για την ευσέβειά του. Τιμήθηκε με το προσωνύμιο Δεξίων, επειδή δεξιώθηκε τον θεό στο σπίτι του. Έγραψε μάλιστα κι έναν παιάνα για τον Ασκληπιό.
 

 
Ο Σοφοκλής όχι μόνο ήταν ο ίδιος
θρήσκος, αλλά καλλιεργούσε
τη θρησκοληψία διδάσκοντας
την ευσέβεια και την απόλυτη
πίστη
στο μοιραίο.
Η ευτυχία και η δυστυχία είναι έργο
των θεών (Αίας, 1036, Τραχίνιαι, 1278).
Οι θεοί όλα τα βλέπουν (Ηλέκτρα, 657).
Κανείς δεν μπορεί να παραβιάσει
τους θείους νόμους (Οιδ. Τύραν., 864).
Μια λοιπόν, που ο άνθρωπος είναι
ανήμπορος μπροστά στη θέληση
των θεών, πρέπει να μένει
ευχαριστημένος με την κατάντια του
και να μη ζητάει τα πολλά, παρά
τα μέτρια. Οι θεοί αγαπούν μόνο
όσους ζουν μια μετρημένη ζωή και δεν
είναι ξιπασμένοι (Αίας, 127, Οιδίπ.
Κολ. 1211).
 
   
Λατρεία του επιδαύριου θεού
δίπλα στο διονυσιακό θέατρο
H εισαγωγή της λατρείας του θεού-γιατρού Ασκληπιού στην Αττική υποσκέλισε τις παλαιότερες ηρωικές ιαματικές θεότητες. Οι εγκαταστάσεις του νέου ιερού εξυπηρετούσαν τα βασικά στοιχεία του τελετουργικού της λατρείας του. Την εγκοίμηση στο άβατο ή εγκοιμητήριο, μια στοά όπου οι ασθενείς κοιμούνταν τον θεραπευτικό ύπνο περιμένοντας τη σωτήρια εμφάνιση του θεού, την κρήνη για τον καθαρμό μέσα από το νερό, τον βωμό για τις προσφορές, και βέβαια το ναό, με τα λατρευτικά αγάλματα του Ασκληπιού και της Υγείας. Το περιβάλλον ήταν δροσερό και πράσινο: ένα άλσος με δέντρα και νερό. Ο χώρος κατακλύστηκε από αφιερώματα και πιστούς, πλήθη που εμπιστεύονται στο θεό τη θεραπεία τους.

 


Οι τύψεις του Ορέστη
.
(William-Adolphe Bouguereau, 1862).

Η «Ορέστεια» του Αισχύλου
είναι η μόνη αρχαία τριλογία,
που σώζεται ολόκληρη.
Το δίδαγμά της είναι
να μην υπερβαίνει ο άνθρωπος
τα όρια που έχουν θέσει οι θεοί
και να υποτάσσεται στο θεϊκό νόμο.
 
Ο άνθρωπος φτάνει κάποτε σε ένα σημείο, απʼ όπου η υπέρβαση
ενός επιτρεπτού ορίου φαίνεται αναπότρεπτη.

Την υπέρμετρη αυτοπεποίθησή του (ύβριν) την διαδέχεται μια τύφλωση
της νοητικής και ηθικής όρασης
(άτη), σημείο επενέργειας των θεών,
που οδηγεί σε μία ανόσια πράξη.

Η διαταραγμένη ισορροπία φέρνει την πτώση του δυνατού, χωρίς όμως πάντα
να σημειώνει
και το τέλος του κακού, επειδή συχνά η πρώτη πληγή γεννά μια ατέλειωτη
σειρά παλινδρομήσεών του,
που καταλήγουν είτε στην εξόντωση μιας ολόκληρης γενιάς
είτε σε μια λυτρωτική υποταγή στο θεϊκό νόμο.

 

Ο Ασκληπιός με τη βοήθεια της θεϊκής του οικογένειας, τους δεχόταν όλους ανεξάρτητα από την ηλικία, το φύλο, την κοινωνική θέση. Οι κουρασμένοι αθηναίοι προσέφευγαν στο Ασκληπιείο, πλήθη προσκυνητών αναζητούσαν την ίαση και την ελπίδα κάτω από την Ακρόπολη. Την εικόνα του ανομοιογενούς πλήθους, που προσέφευγε στον Ασκληπιό δίνουν τα αναθηματικά ανάγλυφα, που σώζονται από το Ασκληπιείο της Αθήνας. Η λατρεία του Ασκληπιού γνώρισε τεράστια άνθηση στο χώρο και τον χρόνο.

Το διάταγμα του Θεοδόσιου, το 384 μ.Χ., κατάργησε τις αρχαίες λατρείες. Το κέντρο όμως της θεραπευτικής λατρείας στη σκιά της Ακρόπολης παρέμεινε. Στον ίδιο χώρο, οι αθηναίοι υποδέχονταν πλέον τους θεραπευτές αγίους της χριστιανικής εκκλησίας. Στη θέση του ναού και του βωμού του Ασκληπιού χτίστηκε μια μεγάλη παλαιοχριστιανική βασιλική αφιερωμένη στους Αγίους Αναργύρους.

Βάκχες του Ευριπίδη:
Ύμνος στη θεοκρατία

Ένα πολύ χαρακτηριστικό έργο τού πώς λειτουργούσε προπαγανδιστικά το αρχαίο θέατρο για τη θεοκρατία διδάσκοντας, πως οι άνθρωποι θα πρέπει να τιμούν τους θεούς, ειδάλλως εκείνοι θα τους τιμωρήσουν παραδειγματικά, είναι οι Βάκχες.

Σε αυτό το έργο του Ευριπίδη, ο βασιλιάς της Θήβας Πενθέας, εγγονός του Κάδμου, αρνείται να δεχθεί τη λατρεία του Διονύσου. Ως εκ τούτου, ο ίδιος ο θεός φτάνει στην πόλη με μορφή ανθρώπου με σκοπό, όπως ο ίδιος επισημαίνει στον πρόλογο του έργου, να επιβάλει τη λατρεία του. Σκοπός του είναι να εξοντώσει τον Πενθέα, που τόλμησε να του αντισταθεί. Προκειμένου να το πετύχει μετέρχεται πολλών τεχνασμάτων, κάνει θαύματα, φόνους κ.ά. κι εν τέλει διαμελίζει σε κομματάκια τον ασεβή βασιλιά.

 
Ορισμός του καλότυχου
(αρχ. μάκαρ)
σύμφωνα με το αρχαίο
ελληνικό θέατρο
:
Να κάνει τελετές
για τους θεούς,
να τους δίνει την ψυχή του,
να κάνει καθαρμούς,
να προσκυνά τα μυστήρια
και να τιμάει τον Διόνυσο.
Ο βαθύς μεσαίωνας
της κλασικής Αθήνας.
 

Στην αρχή του έργου, ο Διόνυσος εμφυσά βακχική μανία στις κόρες του Κάδμου, που αμφισβήτησαν τη θεϊκή του καταγωγή. Εκείνες τρελαίνονται κι ανεβαίνουν στον Κιθαιρώνα, όπου παραμένουν ως Μαινάδες. Επιπλέον απειλεί, ότι θα πολεμήσει όλους τους θηβαίους αν τολμήσουν να του αντιστρατευθούν.





Το άρθρο λόγω έκτασης έχει αναρτηθεί σε δύο μέρη.

Τέλος πρώτου μέρους.

Κάντε κλικ εδώ, για να διαβάσετε το δεύτερο μέρος.