Πανεπιστημιακό άσυλο
Σαν άλλος δρ Φρανκενστάιν ένιωσα, όταν ήρθα αντιμέτωπος με δύο «δημοκρατικές κατακτήσεις» που εξελίχθηκαν σε ανεξέλεγκτα τέρατα: το λεγόμενο «πανεπιστημιακό άσυλο» και τη συμμετοχή των φοιτητών στη διοίκηση των πανεπιστημίων. Για το πρώτο ήμασταν πολλοί οι Φρανκενστάιν: όλοι όσοι είχαμε φάει ξύλο διαφεντεύοντας το άσυλο επί δεκαετίες.
Εγώ μάλιστα είχα καταφέρει να φάω ξύλο ακόμη και επί κυβερνήσεως Γεωργίου Παπανδρέου, μολονότι στέλεχος της «κυβερνητικής», υποτίθεται, νεολαίας. Είχα εκδιώξει κακήν-κακώς κάτι ένστολους αστυνομικούς που είχαν μπει σε Γ.Σ. του συλλόγου της Νομικής (μάλλον από ανοησία), με αποτέλεσμα να μου την έχουν «στημένη» ύστερα στην οδό Ιπποκράτους!
Εμείς πάντα θεωρούσαμε το άσυλο δεδομένο και καθιερωμένο, έστω εθιμικά. Πάντα θεωρούσαμε ότι απέκλειε τις αστυνομικές επεμβάσεις σε πανεπιστημιακές εκδηλώσεις που είχαν κάποιο πολιτικό ενδιαφέρον και αποτελούσαν άσκηση δικαιωμάτων. Ποτέ δεν είχαμε διανοηθεί ότι θα θεσπιζόταν ως ουσιαστικά απόλυτο άβατο, που θα προστάτευε από την αστυνομία ακόμη και κοινά ποινικά αδικήματα.
Η τερατογονία στο ζήτημα αυτό εξηγείται εν μέρει από τις ιδεοληψίες, αλλά και από την πλήρη ασχετοσύνη των συντακτών του «νόμου-πλαισίου». Φαντάζονταν ότι η αστυνομία θα έβρισκε συνεχώς ασήμαντες αφορμές για να εισβάλλει διαρκώς και μαζικά στους πανεπιστημιακούς χώρους — κάτι που δεν συνέβαινε ούτε καν στη διάρκεια της δικτατορίας.
Περιόρισαν λοιπόν τη δυνατότητα εισόδου της αστυνομίας, χωρίς προηγούμενη άδεια, μόνο στην περίπτωση που διαπράττονται αυτόφωρα κακουργήματα ή αυτόφωρα εγκλήματα «κατά της ζωής», όπως η ανθρωποκτονία κάθε μορφής, η άμβλωση (304 Π.Κ.) και η έκθεση (306 Π.Κ.).
Εδώ φαίνεται πεντακάθαρα η νομική αγραμματοσύνη των συντακτών. Αφού η ανθρωποκτονία ήδη αποτελεί κακούργημα, φρόντισαν να περιλάβουν άλλα αυτόφωρα «εγκλήματα κατά της ζωής», όπως η παράνομη τεχνητή διακοπή της εγκυμοσύνης! Αρκεί να γίνεται σε πανεπιστημιακό χώρο...
Η ασχετοσύνη των συντακτών φαίνεται επίσης στο ζήτημα των σωματικών βλαβών, που είναι βέβαια πολύ
πιθανότερες σε πανεπιστημιακό χώρο από τις εκτρώσεις. Ως έγκλημα, οι «βαρείες» σωματικές βλάβες είναι μόνο
πλημμέλημα, σε «θανατηφόρες» όμως αποτελούν κακούργημα. Πώς όμως θα μπορούσε η αστυνομία
να προλάβει έναν θάνατο αν απαγορεύεται η επέμβασή της όσο οι σωματικές βλάβες παραμένουν απλώς «βαρείες»;
Στην πράξη, όπως είναι γνωστό, η αστυνομία κατέληξε να μην επεμβαίνει ποτέ, ακόμη και όταν διαπράττονται αυτόφωρα κακουργήματα και μάλιστα δολοφονικές επιθέσεις εναντίον της. Από την πλευρά τους, οι πανεπιστημιακές αρχές ελάχιστες φορές την προσκάλεσαν σε διάστημα 35 ετών.
Το δήθεν «πανεπιστημιακό άσυλο» υπήρξε ελληνική ευρεσιτεχνία σε παγκόσμια κλίμακα. Δημιούργησε τεχνητά μία νησίδα απόλυτης ανομίας, όπου ισχύει μόνο ο νόμος της ζούγκλας — νόμος του ισχυροτέρου ή και του θρασυτέρου. Ύστατη κατάπτωση των πανεπιστημιακών αρχών ήταν ότι δέχθηκαν την επέκτασή του ακόμη και σε φοιτητικές εστίες, εκθέτοντας σε πολλαπλούς κινδύνους τους ενοίκους.
Υπάρχει μία πελώρια παρανόηση: ότι το δήθεν «πανεπιστημιακό άσυλο» αφορά μόνο πολιτικές δράσεις και αντιπαραθέσεις. Όχι. Καταλαμβάνει ολόκληρη την πανεπιστημιακή ζωή στην καθημερινότητά της. Ένα απλό παράδειγμα αρκεί. Μία Τετάρτη βράδυ αργά, ήρθε στο γραφείο μου μία φοιτήτρια να ρωτήσει γιατί απέτυχε στην εξέταση του μαθήματος. Τη συνόδευε ο αρραβωνιαστικός της, ένας πανύψηλος σωματώδης τύπος (στιλ «ντουλάπα»). Εξήγησα στη φοιτήτρια τα λάθη της μία, δύο, τρεις φορές, αλλά εκείνη δεν τα καταλάβαινε, ενώ ο αρραβωνιαστικός γινόταν ολοένα απειλητικότερος. Ήμουν ολομόναχος στο κτίριο και ομολογώ ότι τα χρειάστηκα. Τηλεφώνησα στον θυρωρό και του ζήτησα να καλέσει την αστυνομία. Με άκουσαν οι δύο και τότε πλέον έφυγαν, επιτέλους. Όταν ύστερα ρώτησα τον θυρωρό, μου είπε ότι η αστυνομία είχε αρνηθεί να με προστατέψει, λόγω «πανεπιστημιακού ασύλου ».
Το συμπέρασμα είναι προφανές και είναι συγκλονιστικό: ως καθηγητής μετά το 1982 αισθανόμουν λιγότερο ασφαλής στους ίδιους πανεπιστημιακούς χώρους από όσο αισθανόμουν ως φοιτητής μέχρι το 1967. Ευτυχώς δεν με κακοποίησαν, όπως άλλους. Μόνο με απώθησαν βίαια δυο-τρεις φορές. Ευτυχώς επίσης, δεν κατέστρεψαν το γραφείο μου, ούτε τους καρπούς πολύχρονης έρευνάς μου, όπως συνέβη σε άλλους. Αν μου είχε συμβεί αυτό, δεν ξέρω αν θα το άντεχα. Νομίζω ότι θα τα είχα παρατήσει όλα και θα είχα φύγει από τη χώρα.
Καταλήψεις αιθουσών διδασκαλίας
Με τις εμπειρίες και τις αντιλήψεις που είχα για την οργάνωση των φοιτητών και για τον θεσμικό της ρόλο στη διοίκηση των πανεπιστημίων, ήταν αναπόφευκτο να είμαι πιο αυστηρός και άκαμπτος με τους εκπροσώπους των κομματικών παρατάξεων, όποτε ερχόμουν σε αντιπαράθεση μαζί τους. Αυτοί δεν μπορούσαν να ξέρουν, ούτε ενδιαφέρονταν να μάθουν, ότι είχα οραματιστεί και αγωνιστεί ακριβώς για να έχουν αυτή τη θεσμική παρουσία — και όχι για να την καταχρώνται ή να τη σπαταλούν, χωρίς να την αξιοποιούν σε όφελος των φοιτητών. Αυτή η πικρή ειρωνεία με φαρμάκωνε.
Πεδίο αντιπαράθεσης υπήρξε από την αρχή η αυθαίρετη κατάληψη αιθουσών διδασκαλίας από τις παρατάξεις για εκδηλώσεις τους. Την πρώτη φορά που βρήκα την αίθουσά μου ήδη κατειλημμένη από την ΠΑΣΠ, ο κομματικός υπεύθυνος με ρώτησε ποιος είμαι και δεν είχε αντίρρηση να μου υπογράψει την εξής βεβαίωση:
Βεβαιώνεται ότι ο ειδικός επιστήμων κ. Γ. Θ. Μαυρογορδάτος προσήλθε σήμερα Τετάρτη 16 Μαρτίου 1983 και ώρα 6 μ.μ.
στην αίθουσα Σβώλου, αλλά δεν μπόρεσε να κάνει το μάθημά του, επειδή η αίθουσα χρησιμοποιήθηκε για εκδήλωση της ΠΑΣΠ.
Για την ΠΑΣΠ,
Β. ΤΟΓΙΑΣ
Την επόμενη φορά, η τότε κυβερνητική ΠΑΣΠ δεν είχε προλάβει να καταλάβει την αίθουσα. Ήρθαν στη μέση του μαθήματος και μου είπαν να διακόψω γιατί είχαν προγραμματίσει εκδήλωση. Απάντησα ότι θα τελείωνα κανονικά το μάθημά μου (στις 8 μ.μ.) και μπορούσαν να κάνουν την εκδήλωση μετά. Επέμειναν αυτοί, επέμεινα κι εγώ. Με τους φοιτητές μου συγκεντρωμένους στις πρώτες σειρές για να με ακούνε, συνέχισα την παράδοση για μία ακόμη ώρα. Πίσω όμως από τους φοιτητές μου, στέκονταν όρθιοι πάνω στα έδρανα διάφοροι «αγωνιστές» της ΠΑΣΠ που κραύγαζαν, με έβριζαν και με χλεύαζαν «καραγκιόζη» κ.ά.. Σ΄ όλο αυτό το διάστημα, καθόταν και παρακολουθούσε τα γεγονότα ο Γεώργιος-Αλέξανδρος Μαγκάκης, βουλευτής του ΠΑΣΟΚ τότε, που θα ήταν ομιλητής στην εκδήλωση της ΠΑΣΠ. Δεν βρήκε να πει τίποτα και με χαιρέτησε αμήχανα την ώρα που έφευγα. Έτσι τελείωσαν άδοξα είκοσι χρόνια γνωριμίας, αμοιβαίας αγάπης, κοινών αγώνων.
Απώλεια μαθημάτων
Μετά από δεκαετίες πανεπιστημιακού και γενικότερα εκπαιδευτικού μιθριδατισμού, χρειάζεται ίσως να εξηγήσει κανείς ότι η ματαίωση προγραμματισμένων μαθημάτων βλάπτει ανεπανόρθωτα την αποτελεσματικότητα της διδασκαλίας, που προϋποθέτει την εφαρμογή κάποιου σχεδίου. (Δεν ισχύει βέβαια αυτό όταν τα μαθήματα αποτελούν απλώς μια σειρά τυχαίων συναντήσεων με τυχαία θεματολογία, όπως συμβαίνει δυστυχώς συχνά). Γι΄ αυτό και δεν μπόρεσα ποτέ να συμφιλιωθώ με την ακατάσχετη απώλεια μαθημάτων — είτε από καταλήψεις φοιτητών ή άλλων, είτε από απεργίες καθηγητών. Ειδικά οι απεργίες των πανεπιστημιακών βλάπτουν πρωταρχικά —αν όχι αποκλειστικά—τους φοιτητές και τις οικογένειές τους, όχι την εκάστοτε κυβέρνηση.
Είναι μάλιστα απίστευτος ο φαρισαϊσμός όσων απεργούν από τα μαθήματα, αλλά συνεχίζουν κανονικά να υπηρετούν την κυβέρνηση ως σύμβούλοι υπουργών, επικεφαλής οργανισμών, μέλη επιτροπών ή συμβουλίων κ.ο.κ..
Μόνο αν απεργούσαν από αυτές τις θέσεις θα ασκούσαν πραγματική πίεση χωρίς να βλάπτουν τους φοιτητές τους. Γι΄ αυτό και έπαψα από νωρίς να απεργώ στο όνομα της (ανανταπόδοτης άλλωστε) συναδελφικής αλληλεγγύης
και δήλωνα εφεξής απερίφραστα ότι «δεν απεργώ ποτέ»!
Όποτε δεν ήταν διαθέσιμη η ορισμένη για το μάθημα αίθουσα διδασκαλίας, έψαχνα να βρω άλλη. Έπαιρνα τους φοιτητές και κάναμε μάθημα οπουδήποτε: στο κλιμακοστάσιο, σε καφενείο, στο πάρκο. Γραφικότητες... Το ζητούμενο ήταν να μη διακοπεί η επαφή μαζί τους.
Σταδιακά άρχισα να επιλέγω για τα μαθήματά μου απόμερες αίθουσες, που δεν χρησιμοποιούνταν για εκδηλώσεις, ούτε υπάγονταν με εμφανή τρόπο σε καταλήψεις. Από το 2009 φρόντισα να μην έχω πια μάθημα στο κτίριο της Νομικής στη Σόλωνος. Το κτίριο στο οποίο είχα σπουδάσει, μου είχε γίνει πλέον τόσο αποκρουστικό, τόσο απεχθές, ώστε ορκίστηκα ενδόμυχα να μην ξαναπατήσω σ΄ αυτό. Ευτυχώς, τα τελευταία χρόνια είχα μαθήματα (είτε επιλογής είτε και υποχρεωτικά) με λίγους φοιτητές, που μπορούσαν να έχουν μορφή σεμιναρίου σε ανάλογη μικρή αίθουσα, στην οδό Θεμιστοκλέους. Far from the madding crowd... Ταιριάζει εδώ ο τίτλος του κλασικού μυθιστορήματος του Τόμας Χάρντυ.
Ακόμη κι εκεί μας ξετρύπωσε μια φορά ένας άγνωστος σ΄ εμάς νεαρός κομισάριος, για να μας απαγορεύσει
να κάνουμε μάθημα, αφού είχε αποφασιστεί γενική «κατάληψη» — από μια χούφτα φοιτητών που δεν αντιπροσώπευαν ούτε το 3% των φοιτητών του Τμήματος. Αφού απέτυχα να τον πείσω ότι δεν πειράζαμε κανέναν, πήγαμε στο κλιμακοστάσιο και συνεχίσαμε, με τους φοιτητές μου καθισμένους στα μαρμάρινα σκαλοπάτια. Ήρθε κι αυτός και —ω του θαύματος— ευχαριστήθηκε μ΄ αυτά που έλεγα (νομίζω περί συνδικάτων). Έτσι, μας επέτρεψε να επιστρέψουμε στην αίθουσα — πριν παγώσουν περισσότερο στο μάρμαρο τα τρυφερά φοιτητικά οπίσθια...
Αφισορύπανση
Αν το αρχικό πρόβλημά μου με την ΠΑΣΠ ήταν η αυθαίρετη κατάληψη αιθουσών διδασκαλίας, πεδίο οξύτερης αντιπαράθεσης με την ΚΝΕ υπήρξε η παράνομη αφισοκόλληση ή, σωστότερα, αφισορύπανση μέσα στις αίθουσες διδασκαλίας. Τα πράγματα έφθασαν στο απροχώρητο το 1987. Μετά την πολυδάπανη ανακαίνιση του κτιρίου της Νομικής, η Σύγκλητος πήρε στις 5 Μαρτίου 1987 μία απόφαση με την οποία επιχειρούσε να ρυθμίσει την κατάσταση:
Η αφισοκόλληση δεν επιτρέπεται σε καμιά περίπτωση στις αίθουσες διδασκαλίας.
Οι αφίσες μπορούν να τοποθετούνται μόνο σε ορισμένους χώρους
(έξω από τις αίθουσες διδασκαλίας και μέσα σε ειδικά πλαίσια ταμπλό).
Στο ίδιο ακριβώς πνεύμα, ετοίμασα και υπογράψαμε όλοι οι διδάσκοντες του Τμήματος στις 17 Μαρτίου 1987 δημόσια «έκκληση» προς όλες τις παρατάξεις. Την εφαρμογή της απόφασης της Συγκλήτου ζήτησε με δικό του έγγραφο στις 13 Μαΐου 1987 και ο τότε κοσμήτορας της Νομικής (και φίλος μου από παλιά) Αριστόβουλος Ι. Μάνεσης, εξουσιοδοτώντας τους επιστάτες και κλητήρες «να αποκολλούν τις αφίσες που έχουν τυχόν τοποθετηθεί σε αίθουσες διδασκαλίας». Το έκανε μάλιστα και ο ίδιος μαζί με τους κλητήρες τουλάχιστον μία φορά, όπως έμαθα. Ήταν ακόμη ο αγωνιστής που είχα καμαρώσει και αγαπήσει...
Είχα λοιπόν την αφέλεια να πιστεύω ότι ήταν δεδομένη η συμπαράσταση των πανεπιστημιακών αρχών και των «συναδέλφων» μου όταν αντιμετώπισα θρασύτατη παραβίαση στο πρώτο μου μάθημα της νέας χρονιάς, τον Οκτώβριο του 1987. Βρήκα μέσα στην αίθουσα διδασκαλίας δύο κομματικά «ταμπλό» (ξύλινα πλαίσια) τοποθετημένα μπροστά στην έδρα. Έβγαλα στον διάδρομο το ένα, όταν όμως επιχείρησα να βγάλω και το άλλο εμποδίστηκα βίαια από τρεις Κνίτες, που μου είπαν ότι «θα παίξουμε ξύλο» και «κάνε το μάθημά σου όσο έχεις ακόμα αυτό το δικαίωμα». Βρήκα ευτυχώς άλλη αίθουσα. Την επόμενη μέρα, πάλι επιχείρησα να μετακινήσω το ίδιο «ταμπλό» της ΚΝΕ στον διάδρομο, αλλά απωθήθηκα βίαια από έναν εκπρόσωπό της. Τον είχε καταδικάσει νωρίτερα ακριβώς για ανάλογη συμπεριφορά η Γενική Συνέλευση του Τμήματος. «Δεν θα ξανακάνεις μάθημα στη Νομική» μου δήλωσε.
Οι Κνίτες φώναξαν τον τότε πρόεδρο του Τμήματος, που πήρε αμέσως το μέρος τους, δηλώνοντας ότι η ύπαρξη του «ταμπλό» μέσα στην αίθούσα «δεν μπορεί να θεωρηθεί εμπόδιο ». Πάνε και η απόφαση της Συγκλήτου και το έγγραφο του Κοσμήτορα και η «έκκληση» που είχε συνυπογράψει και ο ίδιος... Τα ίδια είπε και στην έκτακτη Γενική Συνέλευση που ακολούθησε. Ήταν ο μόνος που δεν ψήφισε την απόφαση που ψήφισαν όλοι οι άλλοι διδάσκοντες. Από την πλευρά τους, οι Κνίτες με κατάγγειλαν για την απαράδεκτη συμπεριφορά μου «που θυμίζει άλλες μαύρες εποχές» (εμένα μου λες!) και δήλωσαν ότι δεν διαπραγματεύονται «τα καταχτημένα με πολύχρονους και πολλές φορές αιματηρούς αγώνες δικαιώματα» — όπως το να τοποθετούν «ταμπλό» κομματικής προπαγάνδας μέσα στις αίθουσες διδασκαλίας.
Για να μην απομονωθώ, ψήφισα αναγκαστικά μαζί με τους άλλους καθηγητές, μολονότι η απόφαση αποδοκίμαζε την «αυτοδικία», δηλαδή την εκ μέρους μου απομάκρυνση των παράνομων «ταμπλό». Έπρεπε, λέει, να προσφεύγω κάθε φορά στα «θεσμικά όργανα» και να μην κάνω τη δουλειά των κλητήρων. Εγώ όμως επανειλημμένα απευθύνθηκα στους κλητήρες, που αδράνησαν. Συνέχισα λοιπόν να αφαιρώ μόνος μου τις αφίσες από τις αίθουσες όπου έκανα μάθημα. Οι φοιτητές μου ήσαν τόσο φοβισμένοι, ώστε ουδέποτε τόλμησαν να με βοηθήσουν σ΄ αυτή την άχαρη δουλειά, μολονότι οι περισσότεροι επιδοκίμαζαν.
Για να φέρω τους Κνίτες στο φιλότιμο, προμηθεύτηκα ακόμα και ένα σοβιετικό βιβλίο, τη Μαρξιστική ηθική του Α. Φ. Σίσκιν, έκδοση της Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ. Φαντάστηκα ότι θα μπορούσα να το επικαλεστώ σε μια συζήτηση μαζί τους. Μάταιος κόπος και μάταιο έξοδο! Στην απόγνωσή μου, αλλά και για να δείξω την καλή μου πίστη, σκέφτηκα να επωφεληθώ από τη συζήτηση των θέσεων για το 12ο Συνέδριο του ΚΚΕ γράφοντας κι εγώ ένα γράμμα στον Ριζοσπάστη.
Τι περίμενα; Όχι ότι θα δημοσιευόταν το γράμμα, αλλά ότι θα βρισκόταν επιτέλους ένας κομματικός υπεύθυνος να φιλοτιμηθεί και είτε να συμμαζέψει τους Κνίτες του Τμήματος, είτε τουλάχιστον να έρθει σε επαφή μαζί μου. Έπεσα έξω. Παρασύρθηκα από την ποιότητα των συνδικαλιστών του ΚΚΕ που είχα γνωρίσει στην έρευνά μου για τις επαγγελματικές οργανώσεις. Μόνη απάντηση στο γράμμα αυτό υπήρξαν οι ακόμη βιαιότερες προσωπικές επιθέσεις εκ μέρους της ΚΝΕ.
«Ενάντια στην εντατικοποίηση των σπουδών»
Η στάση της ΚΝΕ είχε στα μάτια μου μεγαλύτερη βαρύτητα από εκείνη άλλων κομματικών παρατάξεων, αφού καθρέφτιζε κατά τεκμήριο πιο πιστά την πολιτική του αντίστοιχου κόμματος. Αν ήμουν ήδη αντικομμουνιστής ως φοιτητής, όπως εξήγησα, έγινα τελειωτικά και αμετάκλητα ως καθηγητής, εξαιτίας της καταστροφικής πολιτικής του ΚΚΕ στα πανεπιστήμια. Δεν ήσαν μόνο οι Κνίτες. Ήσαν και καθηγητές και αντιπρυτάνεις εκλεγμένοι με την υποστήριξη του ΚΚΕ. Ένας μάλιστα από αυτούς, αρμόδιος για την Πανεπιστημιακή Λέσχη και τα φοιτητικά αναγνωστήρια, απέρριψε πρότασή μου για αγορά βιβλίων με την απίστευτη δήλωση: «Δεν χρειάζονται τόσα βιβλία οι φοιτητές!». Δήλωση αδιανόητη για πανεπιστημιακό δάσκαλο και μάλιστα «αριστερό».
Εξίσου ακατανόητη για «αριστερό» και, υποτίθεται, «προοδευτικό» κόμμα υπήρξε γενικότερα η πολιτική του ΚΚΕ. Από το 1974 και με δύναμη κρούσης την ΚΝΕ, το ΚΚΕ εμπόδισε συστηματικά και πεισματικά, ακόμη και δια της βίας, κάθε προσπάθεια ανύψωσης του ακαδημαϊκού επιπέδου και βελτίωσης της ανώτατης εκπαίδευσης.
Κάθε τέτοια προσπάθεια δαιμονοποιήθηκε και καταγγέλθηκε ως «εντατικοποίηση» — σαν να ήσαν οι σπουδές το ίδιο με μία «αλυσίδα παραγωγής» και σαν να επρόκειτο για εντατικοποίηση της «εκμετάλλευσης» από καπιταλιστές!
Ως μόνο κατανοητό επιχείρημα κατά της «εντατικοποίησης», το ΚΚΕ επικαλείται ανέκαθεν τους εργαζόμενους φοιτητές και την υποτιθέμενη αδυναμία τους να παρακολουθούν τα μαθήματα. Ωστόσο, αυτή η επίκληση αποδεικνύεται υποκριτική. Δεν υπήρξε ποτέ το παραμικρό ενδιαφέρον να προταθούν ή έστω να συζητηθούν εναλλακτικά προγράμματα και ωράρια που πράγματι θα εξυπηρετούσαν τους εργαζόμενους φοιτητές, χωρίς να ρίχνουν το επίπεδο για όλους. Αντί γι΄ αυτό, το ΚΚΕ έγινε ο προστάτης των «αιώνιων» φοιτητών και όσων προσπαθούν να περάσουν τις εξετάσεις αντιγράφοντας.
Πώς να εξηγήσεις αυτή την «πολιτική χειροτέρευσης» (politique du pire) εκ μέρους ενός κόμματος που ισχυρίζεται ότι είναι υπέρ της δωρεάν δημόσιας παιδείας για όλους, αλλά στην πράξη την υπονομεύει προς όφελος της ιδιωτικής εκπαίδευσης (στο εσωτερικό ή το εξωτερικό) για όσους μπορούν να πληρώσουν γι΄ αυτήν; Ίσως η μόνη ορθολογική εξήγηση κρύβεται στην παλιά διάγνωση ότι τα κομμουνιστικά κόμματα αντλούν υποστηρικτές περισσότερο από ένα δυσαρεστημένο «πνευματικό» προλεταριάτο παρά από την ίδια την εργατική τάξη. Αν είναι έτσι, θα μπορούσε να φανταστεί κανείς ότι το ΚΚΕ σκόπιμα μεγεθύνει μία μάζα ημιμαθών πτυχιούχων ως αυριανό στρατό υποστηρικτών του.
Αντιγραφή
Αν με την ΠΑΣΠ το πρόβλημα ήταν οι αίθουσες και με την ΚΝΕ οι αφίσες, η καταπολέμηση της αντιγραφής υπήρξε από την αρχή πεδίο αντιπαράθεσης με όλες τις παρατάξεις. Το καλοκαίρι του 1984 το πέρασα διορθώνοντας μόνος περίπου 1.700 γραπτά του Ιουνίου, από τρία ετήσια μαθήματα που είχα διδάξει. Η αντιγραφή που μπορούσε να διαπιστωθεί εκ των υστέρων, συγκρίνοντας δύο ή περισσότερα γραπτά, ήταν 15%. Η άλλη (από βιβλία, σκονάκια και συνεννοήσεις) ήταν ασφαλώς ακόμη μεγαλύτερη.
Αγανακτισμένος, αντέδρασα με προληπτικά μέτρα την εξεταστική περίοδο του Σεπτεμβρίου. Ανακοίνωσα ότι δεν θα ληφθούν υπόψη τα γραπτά όσων δώσουν σε άλλη αίθουσα από την ορισμένη για το ψηφίο τους και ζήτησα από τους επιτηρητές να βάλουν στις πρώτες σειρές, από σχετικό κατάλογο, όσους είχαν διαπιστωμένα αντιγράψει τον Ιούνιο, ώστε να τους επιβλέπουν καλύτερα.
Αυτά τα στοιχειώδη μέτρα προκάλεσαν έκρηξη! Είδα με τα μάτια μου, εκείνη την ώρα, τους επικεφαλής
της ΔΑΠ-ΝΔΦΚ και της ΚΝΕ να καταδιώκουν μαζί τον πρόεδρο του Τμήματος διαμαρτυρόμενοι από κοινού εναντίον μου. Ήσαν άλλωστε αντιγραφείς και οι ίδιοι, όπως είχα διαπιστώσει τον Ιούνιο.
Μετά τις αντιδράσεις αυτές και ύστερα από πολλή σκέψη, συνέλαβα την ιδέα ενός συστήματος εξέτασης σε δύο στάδια, που να αποκλείει τουλάχιστον την απόκτηση υψηλής βαθμολογίας με αντιγραφή. Θα προηγείτο η γραπτή εξέταση, με ανώτερο βαθμό το «7». Θα ακολουθούσε προφορική εξέταση για όσους επιθυμούσαν μεγαλύτερο βαθμό. Άλλωστε, αυτά τα δύο στάδια ανέκαθεν υπάρχουν στην προφορική εξέταση: γίνονται επιπλέον ερωτήσεις σε όποιον «πάει για βαθμό», όπως λέγεται. Με την έναρξη του νέου ακαδημαϊκού έτους παρουσίασα το σύστημα αυτά στους φοιτητές μου και το συζήτησα μαζί τους. Σχεδόν όλοι το βρήκαν εύλογο και δίκαιο.
Δεν είχα όμως υπολογίσει ότι το ζήτημα του τρόπου εξέτασης, δηλαδή η καταπολέμηση της αντιγραφής, εμπλεκόταν πλέον με τη διαδικασία ένταξής μου στο ΔΕΠ, που νόμιζα ότι θα είχε ολοκληρωθεί το καλοκαίρι, αλλά είχε καθυστερήσει.
Έτσι, μετά την παρουσίαση του νέου τρόπου εξέτασης στους φοιτητές μου, δέχθηκα μία αναπάντεχη επίσκεψη στο γραφείο μου, αργά το βράδυ. Ήταν ένα ωραίο παιδί, που έβλεπα πρώτη φορά. Μου είπε ότι λέγεται Ντέκας και ότι θέλει να μου μιλήσει «εκ μέρους της ΠΑΣΠ». Απάντησα, όπως έκανα πάντα, ότι θα τον άκουγα ως εκπρόσωπο των φοιτητών, χωρίς να μ΄ ενδιαφέρει η παράταξη. Όχι, όχι, επέμεινε. Όχι εκ μέρους των φοιτητών, μόνο εκ μέρους της ΠΑΣΠ! Άθελά του επιβεβαίωνε τη διάγνωσή μου για την ανυπαρξία εκπροσώπησης των φοιτητών ως συνόλου.
Μου είπε λοιπόν «εκ μέρους της ΠΑΣΠ» ότι, αν δεν ανακαλούσα τον νέο τρόπο διπλής εξέτασης που είχα παρουσιάσει, θα διέλυαν τη Γ.Σ. και δεν θα γινόμουν ποτέ καθηγητής. Έπαθα σοκ. Καλά, του λέω, και πώς θα δικαιολογήσω τέτοια μεταστροφή; Θα πω αυτά που μου είπατε. Όχι, όχι, διαμαρτυρήθηκε, γιατί τότε θα μας εκθέσετε!
Η επόμενη μέρα ήταν Πέμπτη και είχα μάθημα στην αίθουσα Μπαλή. Συντόμεψα λίγο την παράδοση και στο τέλος είπα στους φοιτητές μου όσα είχαν διαμειφθεί με τον Ντέκα. Ήμουν τόσο συνεπαρμένος, ώστε θυμήθηκα ακόμη και τα αξέχαστα λόγια της κομμουνίστριας Ντολόρες Ιμπαρούρι (στον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο) ότι είναι προτιμότερο να πεθάνεις όρθιος παρά να ζεις γονατιστός. Τελείωσα πολύ συγκινημένος κι έφυγα. Τα παιδιά έμοιαζαν αποσβολωμένα ή απλώς αμήχανα. Όταν όμως εμφανίστηκε κάποιος Κνίτης για να με καταγγείλει, σηκώθηκαν και έφευγαν. Και τότε τους είπε τη μνημειώδη φράση: «Δεν ακούτε εμάς, ενώ κάθεστε κι ακούτε αυτόν τον μαλάκα που δεν μας αφήνει να αντιγράψουμε!».
Οι παρατάξεις πράγματι προσπάθησαν από κοινού να ματαιώσουν την ένταξή μου, δηλαδή την παραμονή μου στο Πανεπιστήμιο. Δεν διέλυσαν τη Γ.Σ. στις 20 Νοεμβρίου 1984, όπως είχε απειλήσει ο Ντέκας, επειδή ο πρόεδρος του Τμήματος τους καθησύχασε ότι δεν θα είχα μονιμότητα (ως Επίκουρος) και ότι «θα το ξαναδούμε» όταν θα πήγαινα για μονιμότητα (ως Αναπληρωτής). Τελικά ζήτησαν αναβολή του θέματος και, όταν δεν την πέτυχαν, αποχώρησαν καταγγέλλοντας τη συμπεριφορά μου στις εξετάσεις. Ο πρόεδρος φρόντισε πάντως να γραφεί στα πρακτικά ότι εκτιμά ιδιαίτερα «την παιδαγωγική (sic) πληροφόρηση από τους φοιτητές».
Σχεδόν πέντε χρόνια αργότερα, στις 28 Μαρτίου 1989, έγινε η προαγωγή μου από την τρίτη στη δεύτερη βαθμίδα (και τη μονιμότητα). Τότε πλέον, μόνο η ΚΝΕ ήταν κατηγορηματικά αντίθετη, επικαλούμενη πολλούς λόγους: τα βιβλία μου είχαν χαρακτήρα «βαθιά αντιδραστικό» και στρέφονταν «ενάντια στην αριστερά και το λαϊκό κίνημα», εμπόδιζα «την ελεύθερη διακίνηση των ιδεών» με αφίσες μέσα στις αίθουσες διδασκαλίας, δεν άφηνα τάχα κανέναν να εκφράσει αντίθετη άποψη ούτε στο μάθημα ούτε στις εξετάσεις, ήθελα υποχρεωτική παρακολούθηση των μαθημάτων κ.ο.κ..
Είχαν όμως διαφορετική στάση οι εκπρόσωποι όλων των άλλων παρατάξεων. Ένας μάλιστα (νομίζω του Δημοκρατικού Αγώνα) τόνισε ότι η αυστηρότητά μου στις εξετάσεις «δεν είναι μειονέκτημα», ότι είμαι από
τους λίγους διδάσκοντες που βρίσκονται πάρα πολλές ώρες στο Πανεπιστήμιο και ότι «προβάλλω φοιτητικά θέματα ». Το τελευταίο, ιδίως, με συγκίνησε, όταν το διάβασα στα επίσημα πρακτικά. Ήταν επιτέλους μία καθυστερημένη αναγνώριση ότι νοιάζομαι για τους φοιτητές. Έτσι κατέρρεε τελειωτικά και ο μέχρι τότε ισχυρισμός της ΚΝΕ ότι οι επιθέσεις της εναντίον μου εκφράζανε τάχα το σύνολο των φοιτητών. Δεν το πρόσεξαν όμως αυτό οι περισσότεροι «συνάδελφοί» μου, που συνέχισαν να καλλιεργούν και να διακινούν τον μύθο ότι δήθεν έχω γενικά «τους φοιτητές» εναντίον μου.
Μετά τη μεταπολίτευση του 1974, όταν ψευδεπίγραφες «προοδευτικές» ιδέες σάρωσαν τα πανεπιστήμια χάρη στην πολύμορφη επιθετικότητα ορισμένων κομματικών νεολαιών (και χάρη στην άνευ όρων συνθηκολόγηση των ξεφτιλισμένων από τη δικτατορία καθηγητών), η αντιγραφή άρχισε να νομιμοποιείται ιδεολογικά σαν άρνηση της «αστυνόμευσης» και του «αυταρχισμού», σαν άρνηση του «Συστήματος» γενικότερα. Στην περίπτωση ιδίως της ΚΝΕ, το γνωστό σύνθημα «πρώτοι στα μαθήματα» κατέληξε να σημαίνει στην πράξη «πρώτοι στην αντιγραφή» για πολλά στελέχη και οπαδούς της.
Μετά τον «νόμο-πλαίσιο» του 1982, φορείς τέτοιων «προοδευτικών» αντιλήψεων συμμετείχαν πλέον και στα πανεπιστημιακά όργανα, είτε ως μέλη του διδακτικού προσωπικού είτε ως εκπρόσωποι των παρατάξεων, έχοντας τη θεσμική ισχύ να εμποδίζουν οποιαδήποτε απόπειρα πάταξης της αντιγραφής. Σε μερικές σχολές μάλιστα, άρχισαν να «επιτηρούν» τις εξετάσεις εκπρόσωποι των παρατάξεων, υποτίθεται για να αποτρέπουν τον «αυταρχισμό» των κανονικών επιτηρητών.
Πρόκειται για την πιο αδιάντροπη μορφή ψηφοθηρίας, καθώς οι εκπρόσωποι των παρατάξεων, σαν «βαποράκια», παίρνουν από έξω τις σωστές απαντήσεις και τις διανέμουν στους οπαδούς τους. Για τους διδάσκοντες και τις πανεπιστημιακές αρχές, η αποδοχή τέτοιων καταστάσεων αποτελεί έσχατη κατάπτωση και παράβαση καθήκοντος.
Λογοκλοπή-εξαχρείωση ακαδημαϊκού ήθους
Οι Έλληνες πανεπιστημιακοί, ωστόσο, αποδεικνύονται τελικά συνεπείς, συνεπέστατοι. Την ίδια ανεκτικότητα και κατανόηση που επιδεικνύουν για την αντιγραφή των φοιτητών τους επιδεικνύουν και για τη λογοκλοπή των συναδέλφων τους.
Κρούσματα λογοκλοπής καταγγέλλονται κάθε τόσο, με αφορμή εκλογές ή προαγωγές διδακτικού προσωπικού. Ακόμη ασφαλέστερη ένδειξη της προχωρημένης εξαχρείωσης του ακαδημαϊκού ήθους αποτελεί η απουσία κυρώσεων στις περιπτώσεις αυτές. Αυτή ακριβώς είναι που αναγκάζει όσους δεν ανέχονται τόση «ανεκτικότητα» να καταφεύγουν στις στήλες των εφημερίδων.
Σε άλλες χώρες, η διαπίστωση λογοκλοπής οδηγεί καταρχήν στον τερματισμό μιας πανεπιστημιακής ή και πολιτικής σταδιοδρομίας. Στη μακάρια χώρα μας, η λογοκλοπή φαίνεται ότι δεν εμποδίζει πλέον ούτε την εκλογή, ούτε την προαγωγή του δράστη, ούτε καν την αναρρίχησή του σε πανεπιστημιακά αξιώματα.
Μέσα στο κλίμα αυτό, δεν είναι να απορεί κανείς που κάποιος Βαμβούκος τόλμησε το 1990 να υποβάλει υποψηφιότητα σε ελληνικό πανεπιστήμιο με βάση διδακτορικό δίπλωμα που του είχε ήδη επίσημα αφαιρέσει λόγω λογοκλοπής το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Εύλογα φαντάστηκε ο άνθρωπος ότι εδώ θα έβρισκε περισσότερη κατανόηση!
Η γάγγραινα του κομματισμού
Όταν κάναμε τον απολογισμό μιας ανεπανάληπτης χρονιάς, τον Μάιο του 1983, άκουσα από τους φοιτητές μου τα εξής αναπάντεχα: «Είμαστε πολύ ευχαριστημένοι μαζί σας. Έχουμε μόνο ένα παράπονο: δεν ξέρουμε πού ανήκετε!». Τα έχασα. Είπα αμέσως ότι αυτό αποτελεί επιτυχία μου ως δασκάλου τους. Πράγματι, παραμένει ένας από τους ωραιότερους επαίνους που άκουσα για τη δουλειά μου στο Πανεπιστήμιο.
Ύστερα απόρησα: «Καλά, ξέρετε πού ανήκουν οι άλλοι καθηγητές;». «Βέβαια» μου απάντησαν. Ένας μάλιστα τους είχε πει στο πρώτο μάθημα: «Για να είμαστε εξηγημένοι, εγώ είμαι με το ΚΚΕ Εσωτερικού» (ή κάτι τέτοιο). Σοκαρίστηκα και παραμένω σοκαρισμένος μέχρι σήμερα (μολονότι μπορεί να έχω ψηφίσει κι εγώ το ίδιο κόμμα). Τι νόημα και τι σκοπό έχει μια τέτοια δήλωση από την έδρα, με την έναρξη της διδασκαλίας; Να σχετικοποιήσει τις ιστορικές σου αναλύσεις; Να βοηθήσει την κατανόηση των επιστημονικών σου απόψεων, ως κομματικά χρωματισμένων; Να σε κάνει αποδεκτό από τους φοιτητές τον κόμματός σου; Οι άλλοι, όμως, πώς θα σε αντιμετωπίζουν στο εξής;
Στόχος μιας τέτοιας δήλωσης μπορεί να ήταν μόνο η εξασφάλιση μίας προστατευτικής «ομπρέλας» στο πλαίσιο ενός συστήματος που αναγνωρίζει μόνο κόμματα. Μερικά χρόνια αργότερα, ένας συνταγματολόγος (τρομάρα του) συμβούλευε νέο λέκτορα να ενταχθεί σε κόμμα, οποιοδήποτε. Χωρίς αυτό, δεν θα μπορούσε να κάνει πανεπιστημιακή καριέρα! Κόντρα στο ρεύμα, εγώ δήλωνα πάντα στους φοιτητές μου: «Δεν ανήκω σε καμία παράταξη. Ανήκω σε όλους σας, δηλαδή σε κανέναν». Επιπλέον, είχα για πολλά χρόνια τοιχοκολλημένο έξω από το γραφείο μου ένα ρηξικέλευθο δισέλιδο «μανιφέστο» του Πολωνού φιλοσόφου Leszek Kolakowski, που έδειχνε ότι μπορεί κανείς να είναι ταυτόχρονα συντηρητικός σε ορισμένα ζητήματα, φιλελεύθερος σε άλλα και σοσιαλιστής σε άλλα.
Κάποιες στιγμές, οι διαφορετικές κομματικές ταυτότητες διδασκόντων και φοιτητών πυροδοτούν αντιπαραθέσεις και οξύνσεις (ιδίως με αφορμή εκλογές). Περισσότερο συνηθισμένη και καθημερινή, ωστόσο, είναι η συμπαιγνία και η αμοιβαιότητα μεταξύ καθηγητών που ανήκουν σε διαφορετικά κόμματα: οι μεν ανέχονται τις έστω ανώμαλες εκλογές, προαγωγές ή άλλες επιδιώξεις των δε και τούμπαλιν. Αυτή η συμπαιγνία πρώτα με εξέπληξε, ύστερα με εξόργιζε. Άλλωστε, την πλήρωσα πανάκριβα. Πράγματι, σε ένα τέτοιο σύστημα, εκείνος που αδικείται διαρκώς είναι ο κομματικά ανένταχτος, όπως εγώ. Αυτός είτε απλώς περιθωριοποιείται είτε και γίνεται εύκολος στόχος επιθέσεων — χωρίς προστασία από κάποιο κόμμα και «κατανόηση» από τα άλλα.
Ανέκαθεν υπήρχαν και υπάρχουν πανεπιστημιακοί ταυτισμένοι με κάποιο κόμμα — τόσο στην Ελλάδα όσο και στις άλλες χώρες. Αυτό που ήταν πρωτοφανές στην Ελλάδα μετά το 1981 ήταν η καθολικότητα ενός συστήματος κομματικών διακρίσεων που περιλάμβανε τους πάντες. Ποτέ άλλοτε δεν ίσχυσε αυτό που έλεγε ο συνταγματολόγος του ΠΑΣΟΚ: ότι χρειαζόταν να γίνεις μέλος κόμματος για να έχεις πανεπιστημιακή σταδιοδρομία. Και ποτέ άλλοτε δεν επιχειρήθηκε το συνολικό «φακέλωμα» όλων των πανεπιστημιακών χωρίς εξαίρεση, όπως επιχειρήθηκε με τη λεγόμενη εγκύκλιο Κλάδη το 1986.
Δωρεάν παιδεία;
Η παράδοξη αδιαφορία για την ασυνέπεια, την ανεπάρκεια και τα ποικίλα παραπτώματα των διδασκόντων αποτελεί και παρενέργεια της δωρεάν φοίτησης, τουλάχιστον κατά ένα μέρος.
Αν υπήρχαν δίδακτρα και μάλιστα δίδακτρα υψηλά, όπως π.χ. στα αμερικανικά πανεπιστήμια, οι φοιτητές και οι γονείς τους ασφαλώς δεν θα ανέχονταν να μην εμφανίζονται καθηγητές για να χάνουν το μάθημά τους.
Ούτε θα ανέχονταν να κάνει κάποιος εικοσάλεπτο «μάθημα», μιλώντας παράλληλα στο κινητό του, αντί για δύο ώρες όπως προβλέπει το πρόγραμμα.
Σημείωση:
Το παραπάνω κείμενο αποτελείται από αποσπάσματα από το βιβλίο
του κ. Γ. Θ. Μαυρογορδάτου: «Αναμνήσεις ενός μολυβένιου στρατιώτη»
(έκδ. Πατάκη, Αθήνα, 2019), που παρουσιάζουμε.
Ο τίτλος, οι υπότιτλοι, η επιλογή των αποσπασμάτων και η εικονογράφηση
έγιναν με μέριμνα της «Ελεύθερης Έρευνας».

Ο Γιώργος Θ. Μαυρογορδάτος δίδαξε Πολιτική Ιστορία και Πολιτική Επιστήμη στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και σε διάφορα ξένα πανεπιστήμια ως επισκέπτης καθηγητής. Για το βιβλίο του Stillborn Republic τιμήθηκε με την ανώτατη διάκριση της Αμερικανικής Εταιρείας Πολιτικής Επιστήμης.