ΑΙΜΑ,
ΗΔΟΝΗ,
ΘΑΝΑΤΟΣ

Θεοφανώ:
Μια ακόμη αδίστακτη
βυζαντινή αυτοκράτειρα


Η Θεοφανώ δεν είναι ίσως τόσο γνωστή όσο άλλες πολυδιαφημισμένες πανούργες βυζαντινές αυτοκράτειρες, όπως π.χ. η Ελένη, η Θεοδώρα ή η Ειρήνη Αθηναία.

Κι όμως, αδίκως. Τις είχε ξεπεράσει όλες!

Ήταν μια γυναίκα λαϊκής καταγωγής, «αμφιβόλου ηθικής», κόρη ενός άγνωστου φτωχού ταβερνιάρη από τη Λακωνία, ο οποίος κρατούσε ένα καταγώγιο στην Κωνσταντινούπολη.

Πολυμήχανη, δολοπλόκος και φιλόδοξη, διψασμένη για εξουσία και επιρροή, ήταν ικανή για όλα προκειμένου να διατηρηθεί στο θρόνο, ακόμα και για το έγκλημα. Λειτουργούσε βίαια, παθιασμένα και πάντα χωρίς ηθικούς δισταγμούς.

Γρήγορα κατάφερε να αναρριχηθεί μέσα στη βυζαντινή νομενκλατούρα της ίντριγκας, της συνωμοσίας και των δολοπλοκιών και να γίνει αυτοκράτειρα από πολύ νεαρή ηλικία.

Αποτελούσε την ενσάρκωση της αδιαντροπιάς, της ακολασίας και της σκληρότητας. Για το σκληρό της χαρακτήρα επονομάστηκε από τους ιστορικούς «Λάκαινα».


Προκειμένου να πετύχει τους σκοπούς της:


Παντρεύτηκε δύο αυτοκράτορες της Μακεδονικής Δυναστείας:

IMAGE DESCRIPTION1. Τον Ρωμανό Β΄.

2. Το στρατηγό Νικηφόρο Φωκά.


Συνήψε ερωτική σχέση με έναν ακόμα αυτοκράτορα, τον Ιωάννη Τσιμισκή.


Δολοφόνησε:

1. Τον πεθερό της Κωνσταντίνο Ζ΄ Πορφυρογέννητο.

2. Τον πρώτο σύζυγό της, Ρωμανό Β΄.

3. Τον δεύτερο σύζυγό της Νικηφόρο Φωκά.

4. Έναν επίδοξο αυτοκράτορα, τον πρίγκιπα Στέφανο Λεκαπηνό.


Οργάνωσε συνωμοσία κατά του εραστή της Ιωάννη Τσιμισκή.


Οι ιστορικοί την περιγράφουν ως «μεγάλη αμαρτωλή», «βαθιά διεφθαρμένη», μια γοητευτική γυναίκα εντελώς «αδιάντροπη και λάγνα».

Κάποιοι χρονογράφοι της εποχής της, φτάνουν στα σημείο να βεβαιώνουν ότι η «άθλια αυτοκράτειρα» σκεφτόταν να δηλητηριάσει ακόμα και τους ίδιους της τους γιους.


Πατριάρχης την εποχή εκείνη ήταν ο Θεοφύλακτος, γιος του αυτοκράτορα Ρωμανού Α΄ Λεκαπηνού.
Μαζί με τον ετεροθαλή, παράνομο και ευνούχο αδελφό του Βασίλειο, ήταν οι μόνοι άρρενες απόγονοί του, που επιβίωσαν της πτώσης της οικογένειάς του.
Ήταν δεκαέξι ετών όταν ανέβηκε στο θρόνο, κατά παράβαση των σχετικών κανόνων. Πουλούσε τα αξιώματα της Εκκλησίας και την εκλογή των αρχιερέων.
Το μόνο πάθος του ήταν η ιππασία και το κυνήγι. Λέγεται, ότι μάζεψε πάνω από δύο χιλιάδες άλογα. Τους έδινε να τρώνε όχι μονάχα σιτάρι και κριθάρι, αλλά και κουκουνάρια, φιστίκια, αμύγδαλα,
χουρμάδες, σύκα και σταφίδες, τα καλύτερα στο είδος τους, ανακατεύοντάς τα με κρόκο, κανέλλα, βάλσαμο κι άλλα αρωματικά.
Ενώ λειτουργούσε μια Μεγάλη Πέμπτη, ένας διάκονος που φρόντιζε τα άλογα, του έφερε το ευχάριστο νέο, πως είχε γεννήσει η πιο καλή του φοράδα.
Ο Θεοφύλακτος παράτησε τη λειτουργία κι έτρεξε να δει το νεογέννητο πουλάρι. (Ιωάννου Σκυλίτζη: «Χρονογραφία»).



Γνωριμία Θεοφανώς-Ρωμανού Β΄

Η Θεοφανώ γύρω στο τέλος του 956, σε ηλικία δεκαπέντε χρονών, παντρεύτηκε το μοναχογιό του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ζ΄ Πορφυρογέννητου, το νεαρό Ρωμανό (δεκαοκτώ ετών), αν και η καταγωγή της ήταν ταπεινή. Η ίδια, πριν από το γάμο της ονομαζόταν Αναστασία, και για τους πιο οικείους της Αναστασώ και μόνο όταν πλησίασε το θρόνο, ο Ρωμανός της έδωσε το πιο εύηχο όνομα Θεοφανώ, για να δείξει, ότι «είχε φανερωθεί και εκλεγεί από τον Θεό».

Ήταν πολύ όμορφη κι έτσι θα γοήτευσε τον Ρωμανό. Δεν γνωρίζουμε πώς τη γνώρισε. Ίσως οφείλει τη θαυμαστή τύχη της σ΄ έναν από τους διαγωνισμούς ομορφιάς, που συνήθιζαν να οργανώνουν στο Βυζάντιο όταν αναζητούσαν σύζυγο για ένα πρίγκιπα και όπου οι ωραιότερες γυναίκες της μοναρχίας παρήλαυναν μπροστά στον αυτοκράτορα και τους οικείους του. Ίσως όμως και να υπήρχε ανάμεσα στην ωραία πληβεία και στον κληρονόμο του θρόνου κάποια ερωτική ίντριγκα που κατέληξε σε γάμο.

Η περιπέτεια της Θεοφανώς αποδεικνύει ότι αυτά τα πράγματα ήταν δυνατά και τα όσα γνωρίζουμε για τον χαρακτήρα του Ρωμανού δεν αποκλείουν καθόλου αυτή την υπόθεση.


Ο έκλυτος βίος του Ρωμανού Β΄

Ο Ρωμανός Β΄ ήταν ωραίος νέος, ψηλός, με φαρδείς ώμούς, «στητός σαν κυπαρίσσι». Είχε ωραία μάτια,
IMAGE DESCRIPTIONανοιχτόχρωμο δέρμα, ευγενικό ύφος. Τα λόγια του ήταν γλυκά και γοητευτικά. Του άρεσε να διασκεδάζει. Καλός κυνηγός, μεγάλος λάτρης όλων των αθλημάτων, βρισκόταν συνεχώς σε κίνηση και η ρωμαλέα φύση του αγαπούσε πολύ τις χαρές του τραπεζιού και άλλες.

Έχοντας κακές συναναστροφές και δεχόμενος κακές συμβουλές από τους οικείους του, δεν είχε μυαλό παρά μόνο για περιπέτειες και τρέλες και ανταπέδιδε πολύ άσχημα τη φροντίδα που είχε καταβάλει ο πατέρας του για την ανατροφή του.

Ο γηραιός αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ζ΄, τόσο τυπικός και ευσεβής, είχε προσπαθήσει να εμφυσήσει αυτές τις ιδιότητες στο γιο του. Του είχε διδάξει πώς πρέπει να μιλάει, να βαδίζει, να στέκεται, να χαμογελάει, να ντύνεται, να κάθεται ένας βασιλιάς. Και έλεγε σοβαρά στο νέο μετά απ' αυτά τα μαθήματα: «Αν συμμορφωθείς μ΄ αυτές τις αρχές
θα κυβερνήσεις για πολύ καιρό την αυτοκρατορία των ρωμαίων
».

Όμως, ο Ρωμανός ήταν πολύ νέος κι ελάχιστα ενδιαφερόταν να γίνει αρχηγός κράτους. Όπως κι αν έχει το πράγμα και καθώς ο πατέρας του τον λάτρευε, δεν δυσκολεύτηκε ασφαλώς σοβαρά να υποκύψει στην επιθυμία του και να τον αφήσει να παντρευτεί τη Θεοφανώ, απ΄ όπου κι αν προερχόταν.



Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ζ΄ Πορφυρογέννητος δηλητηριάζεται από τη νύφη του Θεοφανώ. (Ιωάννου Σκυλίτζη: «Χρονογραφία»).



Δολοφονία Κωνσταντίνου Ζ΄ Πορφυρογέννητου

Λίγο μετά το γάμο, το 958, η νέα γυναίκα χάρισε στο σύζυγό της ένα γιο, που επρόκειτο να γίνει ο Βασίλειος Β΄ και μ΄ αυτό τον τρόπο σταθεροποιούσε τη θέση της στην αυλή και αύξαινε την πίστη της στο παλάτι.

Από κοινού Θεοφανώ και Ρωμανός έβγαλαν τον αυτοκράτορα από τη μέση. Μέσω του τραπεζοκόμου του Νικήτα, έδιναν στον άρρωστο τότε Κωνσταντίνο, δηλητήριο αντί για φάρμακο.

Με το θάνατο του Κωνσταντίνου, η Θεοφανώ ανέβηκε πολύ φυσικά στο θρόνο με τον Ρωμανό. Τότε ήταν δεκαοκτώ ετών κι ο Ρωμανός εικοσιενός.


Όταν ανέβηκε στο θρόνο ασκούσε σημαντική επιρροή στον Ρωμανό. Δεν δέχθηκε να τη μοιραστεί με κανέναν. Όχι μόνο όλοι οι οικείοι της προηγούμενης βασιλείας παραμερίστηκαν, αλλά κι ολόκληρο το ανώτερο διοικητικό προσωπικό άλλαξε.

Όμως, η πρώτη φροντίδα της νεαρής αυτοκράτειρας όταν έγινε απόλυτα κυρία του παλατιού, ήταν να απομακρύνει την πεθερά της, τη βασίλισσα Ελένη και τις πέντε κουνιάδες της. Επρόκειτο για γοητευτικές πριγκίπισσες που είχαν ανατραφεί με θαυμάσιο τρόπο από έναν πατέρα που τις λάτρευε.

Την εποχή της διακυβέρνησης του Κωνσταντίνου Ζ΄ αναμιγνύονταν μερικές φορές στη διεύθυνση των πολιτικών ζητημάτων. Μία από αυτές, η Αγάθη, η ευνοούμενη του γηραιού αυτοκράτορα, του χρησίμευε συχνά ως γραμματέας και η επιρροή της ήταν γνωστή στα γραφεία και στους κρατικούς λειτουργούς.

Αυτό δεν άρεσε καθόλου στη Θεοφανώ. Έτσι με μια διαταγή που απέσπασε χάρη στην αδυναμία του Ρωμανού, οι πέντε αδελφές του ηγεμόνα κλήθηκαν να μπουν σε μοναστήρι. Μάταια η μητέρα τους ικέτευε γι΄ αυτές κι οι νέες κοπέλες σφιχταγκαλιασμένες ζητούσαν χάρη κλαίγοντας. Δεν κατάφεραν τίποτα.

Η βασίλισσα Ελένη άρχισε τις κατάρες κι ο Ρωμανός από το φόβο του μην πιάσουν, την άφησε να μείνει στο παλάτι, όπου όμως πέθανε γεμάτη θλίψη λίγους μήνες αργότερα.

Οι κόρες της αναγκάστηκαν να υποταχθούν στην άκαμπτη θέληση που τις έριχνε στο μοναστήρι και σε μια υπερβολή αυστηρότητας, τις χώρισαν ακόμη και μεταξύ τους. Ο νέος Πατριάρχης Πολύευκτος, διέταξε να τις κουρέψουν και να τις ντύσουν με το ράσο της μοναχής.



Ο γάμος του Βασίλειου Α΄ με τον Ιωάννη.
Ιδρυτής και γενάρχης της Μακεδονικής Δυναστείας ήταν ο αρμενικής καταγωγής Βασίλειος Α΄. Επρόκειτο για έναν άξεστο ιπποκόμο, φτωχό κι αγράμματο χωριάτη, αλλά όμορφο και με ωραία κορμοστασιά νέο, ο οποίος νυμφεύτηκε τον Νικόλαο, ηγούμενο μοναστηριού και μερικά χρόνια αργότερα έναν άλλο άνδρα, γιο πλούσιας χήρας, τον Ιωάννη. Μέσω αυτών των γάμων απόκτησε διασυνδέσεις στην Κωνσταντινούπολη και σύντομα έγινε «παρακοιμώμενος» του αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ΄. Αργότερα, μέσα σε ένα λουτρό αίματος και οργίων κατάφερε να κατακτήσει ο ίδιος το θρόνο.
(Βλ. Οι δύο γάμοι βυζαντινού αυτοκράτορα με άνδρες).
Αναστασία ή Αυγούστα Θεοφανώ, κόρη ιδιοκτήτη καταγωγίου στην Κωνσταντινούπολη.
Βρέθηκε ερωτικά με τρεις βυζαντινούς αυτοκράτορες (Ρωμανό Β΄, Νικηφόρο Φωκά, Ιωάννη Τσιμισκή), παντρεύτηκε δύο (Ρωμανό Β΄ και Νικηφόρο Φωκά) και δολοφόνησε τρεις
(Κωνσταντίνο Ζ΄ Πορφυρογέννητο, Ρωμανό Β΄ και Νικηφόρο Φωκά).
Με δηλητήριο ξεφορτώθηκε κι έναν πρίγκιπα (Στέφανο Λεκαπηνό).



Η εύνοια του Ρωμανού Β΄ σε έναν ευνούχο

Ο Ρωμανός είχε δοθεί στις απολαύσεις. Ανέθεσε τη διαχείριση όλης της βασιλικής εξουσίας στον ευνούχο Ιωσήφ Βρίγγα, πραιπόσιτο και παρακοιμώμενο. Αυτός «για τίποτε άλλο δεν φρόντιζε, παρά να ζει έκλυτο βίο με πορνικά και βέβηλα ανδράρια». (Ιωάννου Σκυλίτζη: «Χρονογραφία», έκδ. Μίλητος, Αθήνα, σελ. 283).

Στους θαλαμηπόλους περιέλαβε και κάποιον ευνουχισμένο κληρικό Ιωάννη, που μέχρι τότε κρυβόταν, γιατί ο προηγούμενος αυτοκράτορας Κωνσταντίνος τον είχε απειλήσει εξ αιτίας ορισμένων άσεμνων πράξεών του. «Όπως λένε μερικοί», συνεχίζει ο Σκυλίτζης, ο Ρωμανός «πολύ νωρίς σπατάλησε το σώμα του σε πράξεις ντροπής φιλήδονες».


Στρατιωτικές επιτυχίες

Η πρώτη δουλειά του Βρίγγα ήταν να οργανώσει το 960 εκστρατεία, για να πάρει την Κρήτη από τους σαρακινούς. Αρχηγός της ορίστηκε ο Νικηφόρος Φωκάς. Τα κατάφερε γυρίζοντας με πολλούς αιχμαλώτους και λάφυρα.

Στο μεταξύ οι άραβες της Κιλικίας εισέβαλαν με πολύ στρατό στο ρωμαϊκό έδαφος. Εναντίον τους στάλθηκε πάλι ο Νικηφόρος, ο οποίος, μετά την επιστροφή του από τη Κρήτη (961), σύντομα κατατρόπωσε τελείως τους άραβες, εκπορθώντας εξήντα κάστρα. Πήρε χιλιάδες αιχμαλώτους και αμύθητη λεία, ενώ το κύρος του Βυζαντίου εξυψώθηκε τα χρόνια αυτά.


Η δολοφονία του Ρωμανού Β΄ από τη Θεοφανώ.
Patrick Mac Chombaich de Colquhoun: «A summary of the Roman Civil Law», Λονδίνο, 1849, τόμ. 1, σελ. 82.



Δολοφονία Ρωμανού Β΄

Στο μέσο των μεγάλων αυτών επιτυχιών, ήρθε η σειρά του Ρωμανού να δηλητηριαστεί. Όπως μαζί με τη Θεοφανώ δηλητηρίασαν τον πατέρα του, τώρα η Θεοφανώ, σύμφωνα με τις φήμες που κυκλοφόρησαν στην Κωνσταντινούπολη και τους ιστορικούς, δηλητηρίασε κι εκείνον.

«Οι περισσότεροι άνθρωποι πιστεύουν», λέει ένας σύγχρονος, ο Λέων ο Διάκονος, σχετικά με τον θάνατο του Ρωμανού Β΄, «ότι τον δηλητηρίασαν στον γυναικωνίτη». Αυτή η τρομερή κατηγορία αποδεικνύει για πόσα θεωρούσαν ικανή τη Θεοφανώ οι άνθρωποι της εποχής της, και είναι βέβαιο ότι μία γυναίκα που έβαλε να σκοτώσουν τον δεύτερο σύζυγό της για να παντρευτεί έναν τρίτο, όπως θα δούμε αργότερα, θα μπορούσε εξίσου καλά να είχε βάλει να δηλητηριάσουν τον πρώτο για να παντρευτεί ένα δεύτερο.

Τον Ρωμανό διαδέχθηκαν οι ανήλικοι γιοί του Βασίλειος Β΄ (πέντε ετών) και Κωνσταντίνος Η΄ (τριών), επιτροπευόμενοι από τη μητέρα τους, η οποία στέφθηκε αντιβασίλισσα σε ηλικία εικοσιδύο ετών.

Σύμφωνα με τους Σκυλίτζη και Ζωναρά, η Θεοφανώ ξεφορτώθηκε δίνοντας εντολή να τον δηλητηριάσουν, κι έναν αρμένιο πρίγκιπα της οικογένειας του Ρωμανού Α΄, τον Στέφανο Λεκαπηνό, που ήταν κατά τη γνώμη της πιθανός διεκδικητής του θρόνου και αντίπαλος.

Σύντομα, παντρεύτηκε έναν άνδρα, που ήταν περίπου τριάντα χρόνια μεγαλύτερός της, τον Νικηφόρο Φωκά. Εκείνη την εποχή, ήταν ο γνωστότερος και δημοφιλέστερος άνδρας της μοναρχίας.



Θάνατος Στέφανου Λεκαπηνού: «Τον είχε ξεπαστρέψει η Θεοφανώ». (Ιωάννου Σκυλίτζη: «Χρονογραφία»).




IMAGE DESCRIPTIONΝικηφόρος Φωκάς

Ο Φωκάς ήταν καππαδόκης. Είχε αυξήσει το κύρος και τη φήμη του με λαμπρές νίκες. Είχε ανακτήσει από τους άραβες τηv Κρήτη που είχε χαθεί πριν από εκατόν πενήντα χρόνια. Πέρα από τον Ταύρο, είχε κάνει να εμφανιστούν και πάλι στην Κιλικία τα αυτοκρατορικά λάβαρα. Μόλις είχε κυριεύσει εξ εφόδου τη μεγάλη πόλη του Χαλεπιού και είχε συντρίψει την υπερηφάνεια των χαμδανιδών εμίρηδων της Συρίας.

«Ζούσε μόνο για το στρατό», έχει πει σωστά ένας από τους βιογράφους του. Ήταν εξαιρετικά πλούσιος και έχοντας στα κτήματά του στην Ασία ένα πλήθος από βασσάλους αφοσιωμένους με πάθος στο πρόσωπό του, θεωρούταν ο μοναδικός αρχηγός που ήταν ικανός να υπερασπιστεί την αυτοκρατορία ενάντια στους σαρακινούς και ο Ρωμανός Β΄, πεθαίνοντας, είχε διατάξει ρητώς να τον κρατήσουν στη διοίκησή του.

Όταν πέθανε ο Ρωμανός, ο Νικηφόρος Φωκάς ήταν πενήντα ενός ετών και άσχημος. Ήταν κοντός, αρκετά χοντρός, με κοντά πόδια, μαυριδερός με γαμψή μύτη και κοντή γενειάδα που άρχιζε να γκριζάρει. Ο Λουιτπράνδος, επίσκοπος της Κρεμόνας, που στάλθηκε πρεσβεία στην Αυλή του, έχει πει γι΄ αυτόν ότι ήταν ένας άνδρας με σπάνια ασχήμια, «μαύρος σα νέγρος, σε σημείο που θα τρόμαζε όποιον τον συναντούσε τη νύχτα». Εκτός αυτού, ήταν αυστηρός και σκληρός άνθρωπος, με μελαγχολική διάθεση και ολιγόλογος.

Είχε αφοσιωθεί στη θρησκεία και το μυστικισμό. Είχε δώσει όρκο αγνότητας, δεν έτρωγε κρέας, κοιμόταν πάνω σε σκληρό στρώμα σαν ασκητής τυλιγμένος στο ράσο του καλόγερου θείου του Μαλεϊνού. Είχε πάρει ως πνευματικό καθοδηγητή τον Αθανάσιο, τον μελλοντικό Άγιο Αθανάσιο Αθωνίτη, ιδρυτή της αρχαιότερης μονής του Αγίου Όρους και μη μπορώντας να κάνει χωρίς τις συμβουλές του, τον έπαιρνε μαζί του ακόμη και στα στρατόπεδα. Όταν βρισκόταν μαζί του, κυριευόταν από νοσταλγία για το μοναστήρι και σκεφτόταν πολύ σοβαρά να εγκαταλείψει τα εγκόσμια. Είχε ήδη ζητήσει να του κτίσουν ένα κελί στο μοναστήρι που ίδρυε ο Αθανάσιος.

Μεγάλο μέρος από τα λάφυρα μετά τη νίκη στην Κρήτη, τα έδωσε στον Αθανάσιο Αθωνίτη. Πριν από την αναχώρησή του από το νησί ο Φωκάς φρόντισε για τον εκχριστιανισμό του. Επειδή πολλοί κρητικοί είχαν αλλαξοπιστήσει κατά την αραβική περίοδο, ανέθεσε το «θεάρεστο» έργο της δια της βίας επαναφοράς τους στο χριστιανισμό, στον αρμένιο καλόγερο από την Παφλαγονία, Νίκωνα τον «Μετανοείτε».


Ο Νίκων έγινε κυρίως γνωστός και σήμερα τιμάται ως άγιος και πολιούχος της Σπάρτης (26 Νοεμβρίου), γιατί εκχριστιάνισε και τη Λακωνία. Οι σλάβοι του Ταΰγετου ήταν πολυθεϊστές, δεν είχαν ακόμα δεχθεί τη χριστιανική θρησκεία. Στο βίαιο εκχριστιανισμό τους ο Νίκων βοηθήθηκε από τον επίσκοπο Λακεδαίμονος Θεόπεμπτο και το πραίτορα της Πελοποννήσου Βασίλειο Απόκαυκο.

Ο Φωκάς είχε σκεφτεί επίσης, να τιμήσει ως μάρτυρες όλους τους στρατιώτες που έπεσαν κατά τη διάρκεια των αγώνων του με τους άπιστους, αλλά δεν συμφώνησε ο Πατριάρχης.


Η Θεοφανώ σαγηνεύει τον Φωκά

IMAGE DESCRIPTIONΜιας και τα παιδιά του Ρωμανού ήταν ανήλικα και η Θεοφανώ ερωτιάρα, ήταν φανερό πως χρειαζόταν ένα δυνατό χέρι για να κρατήσει το τιμόνι της κυβερνητικής εξουσίας.

Τα νήματα κινούσαν δύο ευνούχοι:

• Ο αρχηγός των συγκλητικών και της πρωτευουσιάνικης φεουδαρχικής αριστοκρατείας Βασίλειος.

• Ο Βρίγγας, που είχε κυβερνήσει δεσποτικά τις υποθέσεις του κράτους επί βασιλείας Ρωμανού.


Ο πρώτος ήθελε τον Νικηφόρο Φωκά, ενώ ο δεύτερος τον ανηψιό του Νικηφόρου, Ιωάννη Α΄ Κουρκούα, τον λεγόμενο Τσιμισκή.

Ο Τσιμισκής ήταν αρμένικης καταγωγής (το παρωνύμιο Τσιμισκής σημαίνει στα αρμένικα σμιχτοφρύδης), κομψός, καλοφτιαγμένος με λευκό δέρμα, γαλανά μάτια, ξανθά μαλλιά, λεπτή μύτη κι ένα τολμηρό βλέμμα που δεν φοβόταν τίποτα και δεν χαμήλωνε μπροστά σε κανέναν. Ήταν δυνατός, επιδέξιος, ευκίνητος, γενναιόδωρος, μεγαλοπρεπής, επιπλέον λίγο γλεντζές κι εξαιρετικά γοητευτικός.

Ο Φωκάς δεν αγνοούσε ότι ο Βρίγγας τον μισούσε κι ότι είχε κάθε λόγο να φοβάται τον παντοδύναμο υπουργό. Ωστόσο, αρχικά δεν έκανε καμία κίνηση κι όταν τελικά αποφάσισε να δράσει, εκείνη που τον επηρέασε κυρίως σ΄ αυτό ήταν η Θεοφανώ.

Δεν υπήρχαν ρομαντικά στοιχεία στην ιστορία των σχέσεων μεταξύ του Νικηφόρου Φωκά και της ωραίας αυτοκράτειρας. Όταν πέθανε ο Ρωμανός, ανάμεσα στους πολλαπλούς κινδύνους που την απειλούσαν, η αντιβασίλισσα κατάλαβε πολύ γρήγορα ότι αυτός ο στρατηγός ήταν μια δύναμη κι ότι μπορούσε να τον χρησιμοποιήσει για να εξουδετερώσει τη φιλοδοξία τον Βρίγγα. Κατάλαβε ότι έπρεπε, για να εξασφαλίσει το θρόνο της, να προσεταιριστεί τον Νικηφόρο και ασφαλώς σαν ωραία και χαριτωμένη γυναίκα που ήταν έκρινε ότι το έργο αυτό δεν θα ήταν πολύ δύσκολο.

Ο Φωκάς κλήθηκε στην πρωτεύουσα και φαίνεται ότι δεν χρειάστηκε πολύς κόπος για να σκλαβωθεί από τα όμορφα μάτια της πριγκίπισσας και να γίνει όργανο των σχεδίων της. «Δεν ήταν μυστικό για κανένα στο Βυζάντιο», λέει ο γάλλος βυζαντινολόγος Gustave-Leon Schlumberger, «ότι οι χάρες της υπέροχης ηγεμονίδας είχαν δημιουργήσει ανεξίτηλη εντύπωση στην απλοϊκή ψυχή του αυστηρού
Δομέστικου των Σχολών
».

Η Θεοφανώ δεν τον αγάπησε ποτέ αλλά αισθανόταν τη δύναμη που διέθετε και όλο το όφελος που μπορούσε να αντλήσει απ΄ αυτήν προς το συμφέρον της φιλοδοξίας της.


Ο Βρίγγας σκέφτηκε ότι ο πιο σίγουρος τρόπος για να απαλλαγεί από αυτό τον αντίζηλο ήταν να τον τυφλώσει. Ευτυχώς για τον Φωκά, όταν τον κάλεσαν με κάποιο πρόσχημα στα ανάκτορα, υποψιάστηκε ή δέχθηκε εγκαίρως κάποια φιλική προειδοποίηση. Έτρεξε να καταφύγει στη Μεγάλη Εκκλησία, και ζήτησε την προστασία του πατριάρχη.

Σ΄ αυτό τον υπόκωφο πόλεμο των δολοπλοκιών, η Θεοφανώ δεν είχε φανεί καθόλου. Είναι όμως πολύ πιθανό ότι βοήθησε το σύμμαχό της όσο μπορούσε και υποστήριξε με όλη τη δύναμή της την παρέμβαση του Πατριάρχη υπέρ του Φωκά.


Ο Φωκάς στο θρόνο

Τελικά, ύστερα από πολλές ίντριγκες και μηχανορραφίες, τον Αύγουστο του 963, ο Νικηφόρος Φωκάς έκανε την επίσημη είσοδό του στην Κωνσταντινούπολη. Έφιππος, με μεγάλη αυτοκρατορική στολή, διέσχισε τη χρυσή πύλη, κι έγινε δεκτός από ολόκληρη την πόλη με επευφημίες. Προσευχήθηκε ευλαβικά στην εκκλησία της Θεοτόκου και πεζός, ακολουθώντας τον Τίμιο Σταυρό, πήγε στην Αγία Σοφία κι αφού έγινε δεκτός από τον Πατριάρχη, πήγε με κεριά στα χέρια να γονατίσει μπροστά στην αγία τράπεζα. Μετά, μαζί με τον Πολύευκτο ανέβηκε στον άμβωνα και στέφθηκε επίσημα βασιλιάς των ρωμαίων ως συναυτοκράτορας των δύο νεαρών αυτοκρατόρων Βασιλείου και Κωνσταντίνου. Τέλος, μπήκε στο Ιερό Παλάτι.

Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι ο Νικηφόρος ήταν ερωτευμένος με πάθος με τη νέα γυναίκα και επιπλέον η πολιτική του επέβαλε ένα γάμο που θα νομιμοποιούσε κατά κάποιο τρόπο τον σφετερισμό του. Η Θεοφανώ αν και μπορεί να ένιωθε, όπως δηλώνουν μερικοί συγγραφείς, ελάχιστο ενθουσιασμό γι΄ αυτό το νέο γάμο, ένιωθε από ταν πλευρά της ότι ήταν ο μοναδικός τρόπος για να κρατήσει την εξουσία και γι΄ αυτό ήταν έτοιμη για όλα.


Γάμος Φωκά-Θεοφανώς

Ένα μήνα μετά τη στέψη του, ο Φωκάς παντρεύτηκε τη χήρα του προκατόχου του, αυτοκράτειρα Θεοφανώ. Ο γάμος τελέστηκε επίσημα στις 20 Σεπτεμβρίου 963, στη Νέα Εκκλησία.

Ο Φωκάς ήταν πανευτυχής. Ξανάρχιζε ν΄ αγαπάει τη ζωή. Ξεχνούσε τις λιτότητες και τα μυστικιστικά όνειρά του. Ήταν δοσμένος ολόκληρος στην ευτυχία, που του έδινε η κατοχή της Θεοφανώς.


Προβλήματα

Ο Φωκάς συνοδευόταν από τμήματα στρατού της Ανατολής, τραχείς χωρικούς, που, σύμφωνα με τις συνήθειές τους, όταν μπήκαν στην Κωνσταντινούπολη, επιδόθηκαν σε λεηλασίες, αλλά δεν τιμωρήθηκαν.

Οι αρμένιοι στρατιώτες, γνωστοί για τη σκληρότητά τους, δημιουργούσαν επεισόδια σε βάρος των κωνσταντινουπολιτών. Τα επεισόδια κι οι αρπαγές συνεχίζονταν με την ανοχή του αυτοκράτορα.

Μεγάλα επεισόδια έγιναν μια μέρα, που παρέταξε ένοπλους στρατιώτες σε μια εκδήλωση στον Ιππόδρομο και το πλήθος πανικοβλήθηκε.

Με τις συνεχείς στρατιωτικές παρασκευές έπληττε τα οικονομικά των υπηκόων του. Αύξησε τη φορολογία κι επέβαλε νέους έκτακτους φόρους και αγγαρείες. Ο λαός δεν τον ήθελε.

Είχε ανακύψει και μια άλλη δυσκολία. Κάποιοι αποκάλυψαν στον Πολύευκτο ότι ο Νικηφόρος ήταν ανάδοχος ενός από τα παιδιά της Θεοφανώς. Σύμφωνα με τους εκκλησιαστικούς κανόνες, μια τέτοια πνευματική συγγένεια αποτελούσε απόλυτο εμπόδιο για τον γάμο που είχε τελεστεί.

Ορθά-κοφτά και χωρίς περιστροφές, ο Πατριάρχης ζήτησε από τον βασιλιά να διαλέξει ανάμεσα στην απάρνηση της Θεοφανώς και τον αφορισμό. Μια τέτοια απειλή ήταν εξαιρετικά σοβαρή. Ο Νικηφόρος αρνήθηκε να αποχωριστεί τη Θεοφανώ, μη διστάζοντας να προκαλέσει έτσι μια φοβερή σύγκρουση ανάμεσα στην Εκκλησία και στο Κράτος.

Τελικά όμως, βρέθηκε μια συμβιβαστική λύση. Ένας ιερέας ήρθε να ορκιστεί ότι ο ανάδοχος του πριγκιπόπουλου ήταν ο Βάρδας, ο πατέρας του αυτοκράτορα κι όχι ο Νικηφόρος. Ο Πολύευκτος έβλεπε καθαρά το ψέμα, όμως προσποιήθηκε ότι πίστευε αυτά που του έλεγαν.

Δεν γνωρίζουμε όλες τις λεπτομέρειες της ιδιωτικής ζωής του αυτοκρατορικού ζεύγους στη διάρκεια των δέκα ετών που διήρκεσε ο γάμος και ο ρόλος της Θεοφανώς ήταν περισσότερο φανερός στα παρασκήνια.

Ο Φωκάς γέμιζε την ωραία πριγκίπισσα πολυτελή δώρα, υπέροχες τουαλέτες, λαμπερά κοσμήματα. Την περιέβαλλε με εκθαμβωτική πολυτέλεια. Της δημιουργούσε μια περιουσία προικίζοντάς την με θαυμάσια κτήματα και κομψές βίλες. «Τίποτα», λέει ο Schlumberger, «δεν ήταν πολύ ακριβό, τίποτα δεν ήταν υπερβολικά όμορφο για να το προσφέρει στην πολυαγαπημένη του βασίλισσα». Και το κυριότερο, δεν μπορούσε να κάνει χωρίς αυτήν.

Ο λαός, τσακισμένος από τους φόρους, μουρμούριζε και οι μοναχοί των οποίων ο Νικηφόρος προσπαθούσε να ελέγξει την τεράστια ακίνητη περιουσία, δεν έκρυβαν τη δυσαρέσκειά τους. Ο Πατριάρχης ήταν σε ανοιχτή αντίθεση με τον αυτοκράτορα. Στην πρωτεύουσα ξέσπασαν ταραχές. Ο Φωκάς προπηλακίστηκε από το λαό, του πέταξαν πέτρες. Και παρά την αξιοθαύμαστη ψυχραιμία που έδειξε σ΄ αυτή την περίσταση, λίγο έλειψε να χάσει τη ζωή του, αν οι οικείοι του δεν τον είχαν απομακρύνει εγκαίρως.

Τελικά, είχε κυριευτεί ξανά από τις κρίσεις μυστικιστικής θρησκομανίας που τον ενοχλούσαν στο παρελθόν. Κυριευόταν από θλίψη, δεν ήθελε να κοιμηθεί στο αυτοκρατορικό κρεβάτι του και κοιμόταν σε μια γωνιά, ξαπλωμένος σ΄ ένα δέρμα πάνθηρα όπου τοποθετούσαν ένα μαξιλάρι από πορφύρα κι είχε αρχίσει και πάλι να φοράει κατάσαρκα το ράσο του θείου του Μαλεϊνού.

Η ψυχή του ήταν ανήσυχη, ταραγμένη. Φοβόταν για την ασφάλειά του κι είχε κάνει το ανάκτορό του πραγματικό κάστρο. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι εξακολουθούσε να λατρεύει τη Θεοφανώ και να είναι υποταγμένος στη γλυκιά και μυστική επιρροή της περισσότερο απ΄ όσο επέτρεπε η σύνεση και η λογική.



Ο Τσιμισκής εραστής της Θεοφανώς

Μέσα στην πλήξη όπου σερνόταν η ζωή της, ο Τσιμισκής άρεσε στη Θεοφανώ. Έγιναν εραστές και πέντε χρόνια μετά το γάμο πρόδωσε το γηραιό σύζυγό της για το νεότερο εραστή και δεν δίστασε προκειμένου να μπορέσει να παντρευτεί τον τελευταίο, να ξεφορτωθεί το βασιλιά με ένα φριχτό φόνο.

Ο Τσιμισκής ήταν φιλόδοξος και τον είχε ενοχλήσει πολύ η ατίμωση που είχε υποστεί πρόσφατα. Μετά από ένα πολεμικό επεισόδιο, ο αυτοκράτορας τον είχε καθαιρέσει από το αξίωμα του Δομέστικου των Σχολών της Ανατολής και τον είχε καλέσει να αποσυρθεί στα κτήματά του. Το μόνο που σκεφτόταν ήταν να πάρει εκδίκηση για μια προσβολή που θεωρούσε άδικη.


Δολοφονία και του Φωκά

Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η Θεοφανώ γλίστρησε προς την ιδέα ενός ακόμα εγκλήματος. Από τότε που ο Φωκάς είχε γυρίσει από τη Συρία στις αρχές του 969, βασανιζόταν από σκοτεινά προαισθήματα. Ένιωθε γύρω του συνωμοσίες να ετοιμάζονται στο σκοτάδι. Ο θάνατος του γηραιού πατέρα του, του καίσαρα Βάρδα Φωκά, είχε κάνει ακόμη μεγαλύτερη τη θλίψη του. Ωστόσο, αγαπούσε ακόμη τη Θεοφανώ.

Εκείνη μεταχειρίστηκε ύπουλα την επιρροή της για να ανακαλέσει τον Τσιμισκή στην Αυλή. Τόνισε στον αυτοκράτορα πόσο κακό ήταν να στερείται τις υπηρεσίες ενός τέτοιου άνδρα και πολύ επιτήδεια, για να απομακρύνει από το μυαλό του Νικηφόρού τις υποψίες που θα μπορούσε να ξυπνήσει η υπερβολικά έκδηλη συμπάθεια για τον Ιωάννη, προσποιήθηκε πως σχεδίαζε να τον παντρέψει με κάποια συγγενή της.

Όπως πάντα, ο βασιλιάς υπέκυψε στις επιθυμίες της γυναίκας του. Ήταν αυτό που περίμενε εκείνη. Ο Τσιμισκής εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Χάρη στους συνεργάτες που είχε εξασφαλίσει επιτήδεια η Θεοφανώ στο παλάτι, οι δύο εραστές ξαναειδώθηκαν στο ίδιο το παλάτι, χωρίς ο Φωκάς να υποψιαστεί τίποτα, και κανόνισαν τα προκαταρκτικά της συνωμοσίας τους. Δεν επρόκειτο για τίποτα λιγότερο από τη δολοφονία του βασιλιά.

Ανάμεσα στους δυσαρεστημένους στρατηγούς, ο Τσιμισκής βρήκε εύκολα συνένοχους. Έγιναν πολλές συζητήσεις ανάμεσα στους συνωμότες, τον Τσιμισκή και την αυτοκράτειρα. Τελικά, ένοπλοι άνδρες έφθασαν μέχρι το παλάτι και κρύφτηκαν στα διαμερίσματα της Αυγούστας. Ήταν αρχές Δεκεμβρίου. Ο φόνος είχε οριστεί για τη νύχτα της 10ης προς την 11η του μηνός. Την προηγούμενη ημέρα, αρκετοί από τους συνωμότες, κρυμμένοι κάτω από γυναικεία ρούχα, μπήκαν στο Ιερό Παλάτι με τη βοήθεια της Θεοφανώς.

Αυτή τη φορά, κάποιος έδωσε μια μυστηριώδη συμβουλή στον αυτοκράτορα και ο Φωκάς διέταξε έναν από τους αξιωματικούς του να βάλει να ψάξουν τα διαμερίσματα των γυναικών. Όμως, είτε γιατί δεν έψαξαν προσεκτικά ή γιατί δεν θέλησαν να βρουν τίποτα, δεν ανακάλυψαν κανένα. Στο μεταξύ, είχε νυχτώσει. Δεν περίμεναν παρά μόνο τον Τσιμισκή για να χτυπήσουν.

Ένας φόβος κυρίευσε τότε τους συνωμότες: αν ο αυτοκράτορας κλεινόταν στο δωμάτιό του, αν χρειαζόταν να παραβιάσουν την πόρτα του, αν ξυπνούσε από το θόρυβο, δεν θα χάνονταν όλα; Η Θεοφανώ, με τρομακτική ψυχραιμία, ανέλαβε να παραμερίσει το εμπόδιο. Πήγε αργά το βράδυ να βρει τον Νικηφόρο στο διαμέρισμά του, συζήτησε φιλικά μαζί του και μετά, με το πρόσχημα ότι θα πήγαινε να δει μερικές νεαρές βουλγάρες που βρίσκονταν για επίσκεψη στο Παλάτι, βγήκε έξω λέγοντας ότι θα γύριζε σε λίγο και παρακαλώντας το σύζυγό της ν΄ αφήσει την πόρτα ανοιχτή. Θα την έκλεινε εκείνη γυρίζοντας.

Ο Νικηφόρος δέχθηκε κι όταν έμεινε μόνος, προσευχήθηκε για λίγο και μετά αποκοιμήθηκε. Ήταν περίπου έντεκα το βράδυ. Έξω χιόνιζε κι ο αέρας φυσούσε μανιασμένα στον Βόσπορο. Με μια μικρή βάρκα, ο Ιωάννης Τσιμισκής έφτασε στην έρημη αποβάθρα που απλωνόταν κάτω απ΄ τους τοίχους του αυτοκρατορικού κάστρου στον Βόσπορο. Μ΄ ένα καλάθι στερεωμένο στην άκρη ενός σχοινιού τον ανέβασαν στο γυναικωνίτη και οι συνωμότες με επικεφαλής τον αρχηγό τους, μπήκαν στο δωμάτιο του ηγεμόνα. Ρίχτηκαν μανιασμένα επάνω του.

Με μια σπαθιά ένας από τους συνωμότες του ανοίγει το κεφάλι από την κορυφή του κρανίου ως την καμάρα των φρυδιών. Καταματωμένος, ο Φωκάς φώναζε: «Θεοτόκε, βοήθησέ με!» Χωρίς να τον ακούσουν, οι δολοφόνοι τον σέρνουν στα πόδια του Τσιμισκή, που τον βρίζει και με μια βίαιη κίνηση του ξεριζώνει τη γενειάδα. Ακολουθώντας το παράδειγμα του αρχηγού τους, όλοι ρίχνονται πάνω στον δύστυχο μισοπεθαμένο άνδρα που αναπνέει με δυσκολία. Τελικά, με μια κλωτσιά ο Τσιμισκής τον ρίχνει κάτω και τραβώντας το ξίφος του, του καταφέρει ένα φοβερό χτύπημα στο κρανίο. Μ΄ ένα τελευταίο χτύπημα, ένας άλλος από τους συνωμότες τον αποτελειώνει. Ο αυτοκράτορας πέφτει νεκρός, λουσμένος στο αίμα του.

Στο θόρυβο της πάλης, οι στρατιώτες της φρουράς τρέχουν, αλλά είναι πολύ αργά. Από ένα παράθυρο, τους έδειξαν ανάμεσα στους πυρσούς, το κομμένο και ματωμένο κεφάλι του κυρίου τους. Αυτό το τραγικό θέαμα έκοψε κάθε διάθεση για αντίσταση.



Η δολοφονία του Νικηφόρου Φωκά. (Ιωάννου Σκυλίτζη: «Χρονογραφία».



Χαρακτηριστική είναι η επιγραφή στη σαρκοφάγο του Νικηφόρου, όπου, σύμφωνα με τον Λέοντα Διάκονο υπήρχε η φράση: «Συ, ο οποίος ενίκησες τους πάντας εκτός από μίαν γυναίκα».



Η Παναγία και ο Νικηφόρος Φωκάς σε χρυσό νόμισμα. (Αθήνα, Νομισματικό Μουσείο).
Ο Βασίλειος Βουλγαροκτόνος στεφανώνεται από αγγέλους παρουσία αγίων
και κάτω από το βλέμμα του Ιησού. (Μικρογραφία από χειρόγραφο ψαλτήρι του 11ου αιώνα).
Ήταν θεάρεστη προφανώς η πράξη του να τυφλώσει 14.000 αιχμαλώτους πολέμου βούλγαρους στρατιώτες
αφήνοντας έναν μονόφθαλμο ανά εκατό, για να τους οδηγήσει οδικώς πίσω στη Βουλγαρία.
Πρόκειται για ένα βάρβαρο και απεχθές έγκλημα πολέμου,
που στα σχολεία μας διδάσκεται διαχρονικά ως μία εξαίρετη πράξη.
Ο τίτλος «Βουλγαροκτόνος» δεν τιμά τη σύγχρονη Ελλάδα. Είναι μιά βάρβαρη ονομασία,
που δείχνει το χαμηλό ηθικό και πνευματικό επίπεδο των ρωμιών,
αλλά και το σύμφυτο με το χριστιανισμό μίσος του ποιμνίου του.

Ο Τσιμισκής αυτοκράτορας

IMAGE DESCRIPTIONΟ λαός ακολούθησε το παράδειγμα της αυτοκράτειρας: Δόθηκε στον Τσιμισκή και τον ανακήρυξε αυτοκράτορα.

Η Θεοφανώ, που είχε ετοιμάσει τα πάντα, που είχε οδηγήσει σχεδόν από το χέρι τους δολοφόνους, λογάριαζε να κερδίσει από το φόνο. Αλλά η ιστορία έχει μερικές φορές ηθική: η βασίλισσα δεν άργησε να το καταλάβει.


Όταν ο Ιωάννης παρουσιάστηκε στις πύλες της Αγίας Σοφίας για να φορέσει το αυτοκρατορικό στέμμα στη Μεγάλη Εκκλησία, ο Πατριάρχης, άκαμπτος, του απαγόρευσε την είσοδο, επειδή ήταν λερωμένος με το αίμα του συγγενή και κυρίου του και του δήλωσε ότι δεν θα μπορούσε να ξαναμπεί κάτω από τους ιερούς τρούλους όσο οι δολοφόνοι δεν θα είχαν τιμωρηθεί και η Θεοφανώ δεν είχε διωχθεί από το παλάτι.


Εξορία της Θεοφανώς - συνωμοσία κατά του Τσιμισκή

Ανάμεσα στο θρόνο και στην ερωμένη του, ο Τσιμισκής δεν δίστασε ούτε στιγμή. Αρνήθηκε κάθε συμμετοχή στο έγκλημα και για να αποδείξει
την αθωότητά του, σύμφωνα με τις διαταγές του Πολύευκτου, κατήγγειλε τους συνενόχους του και θυσίασε τη Θεοφανώ. Εκείνη είχε σχεδιάσει να τον παντρευτεί, να μοιραστεί μαζί του την εξουσία που της ήταν τόσο προσφιλής, όμως ο εραστής της αποφάσισε την πτώση της. Την έστειλε εξορία στις Πριγκιπόνησους, σ΄ ένα από τα μοναστήρια της Πρώτης.

Δραστήρια καθώς ήταν όμως, και νιώθοντας πάντοτε όμορφη —ήταν μόλις είκοσι εννέα ετών— η Θεοφανώ δεν δέχθηκε στωικά την ατίμωσή της. Μερικούς μήνες αργότερα, δραπέτευε από τη φυλακή της κι οργάνωσε συνωμοσία εναντίον του Τσιμισκή.

Αλλά ο παντοδύναμος υπουργός που διηύθυνε την πολιτική του νέου βασιλείου, ο παρακοιμώμενος Βασίλειος, έβαλε τέλος στην τολμηρή απόπειρα της γοητευτικής ηγεμονίδας. Tην απομάκρυνε βίαια και την έστειλε στην Αρμενία, σε πιο μακρινή εξορία. Το μόνο που κατάφερε, ήταν να ξαναδεί προτού φύγει για τελευταία φορά τον Τσιμισκή.

Αυτή η τελευταία συνάντηση, στην οποία ο παρακοιμώμενος πήρε την προφύλαξη να παρευρεθεί ως τρίτος, ήταν, όπως φαίνεται, εξαιρετικά βίαιη. Η Θεοφανώ έβρισε σκληρά τον αυτοκράτορα και μετά, μέσα σ΄ ένα παροξυσμό οργής, ρίχτηκε με σφιγμένες γροθιές πάνω στον υπουργό. Χρειάστηκε να την απομακρύνουν δια της βίας από την αίθουσα των ακροάσεων.


Επιστροφή Θεοφανώς στην Κωνσταντινούπολη

Έμεινε έξι χρόνια στην εξορία, ως την ημέρα του θανάτου του Τσιμισκή από δηλητηρίαση που είχε διατάξει ο παρακοιμώμενος Βασίλειος, ο οποίος είχε περιπέσει σε δυσμένεια και φοβόταν την οργή του αυτοκράτορα για τον άδικο και υπερβολικό πλουτισμό του.

Τότε, το 976, η Θεοφανώ ανακλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη κοντά στους γιους της που είχαν γίνει κάτοχοι της υπέρτατης εξουσίας. Αλλά είτε γιατί η υπερηφάνεια της είχε τσακίσει και η φιλοδοξία της είχε σβήσει, ή πράγμα που είναι και το πιθανότερο, γιατί ο παρακοιμώμενος Βασίλειος, που είχε διατηρήσει την παντοδυναμία του, επέβαλε αυτό τον όρο κατά την επιστροφή της, φαίνεται ότι δεν έπαιξε πια κανένα ρόλο στο κράτος.


Άγνωστο τέλος

Η Θεοφανώ πέθανε με άγνωστο τρόπο στο παλάτι, δεν ξέρουμε καν πότε, κι έτσι δεν γνωρίζουμε τίποτε για το τέλος αυτής της φιλόδοξης, γοητευτικής και διεστραμμένης αυτοκράτειρας.





Βιβλιογραφία:

• «Ιστορία του ελληνικού έθνους», έκδ. «Εκδοτική Αθηνών Α.Ε.», Αθήνα, 1979.
IMAGE DESCRIPTION• «Εγκυκλοπαιδικόν λεξικόν Ηλίου», έκδ. «Ήλιος», Αθήνα.
• Γιάνη Κορδάτου: «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας», έκδ. «20ός αιώνας», Αθήνα, 1960.
• Γιάνη Κορδάτου: «Ακμή και παρακμή του Βυζαντίου», έκδ. «Μπουκουμάνη», Αθήνα, 1974.
• Charles Diehl: «Ιστορία της βυζαντικής αυτοκρατορίας», έκδ. «Κυριακάτικη Ελεύθεροτυπία», Αθήνα.
• Charles Diehl: «Βυζαντινές μορφές», έκδ. «Δελφοί», Αθήνα.
• Cyril Mango: «Βυζάντιο. Η αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης», έκδ. «ΜΙΕΤ», Αθήνα, 2007.
• Ιωάννου Σκυλίτζη: «Χρονογραφία», έκδ. «Μίλητος», Αθήνα.



Διαβάστε ακόμα:

Ούτε ένας έλληνας βυζαντινός αυτοκράτορας!

Οι δυο γάμοι βυζαντινού αυτοκράτορα με άνδρες

Σεξουαλική κακοποίηση παιδιών στο Βυζάντιο

Αιμομίκτες βυζαντινοί αυτοκράτορες

Ο δικέφαλος αετός δεν υπήρξε ποτέ σημαία ή έμβλημα του Βυζαντίου

και άλλα σχετικά άρθρα στο: ΘΕΜΑΤΟΛΟΓΙΟ / ΙΣΤΟΡΙΑ / ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ