ΤΑ ΕΛΓΙΝΕΙΑ
ΔΕΝ ΜΑΣ ΑΝΗΚΟΥΝ


Με τελετουργική ακρίβεια, και με διάφορες φραστικές και διαδικαστικές παραλλαγές, επαναλήφθηκε ακόμα μια φορά και με την παρούσα κυβέρνηση η εθιμικά καθιερωμένη επιτέλεση κατά την οποία η Ελλάδα ζητά / προτείνει την επιστροφή των μαρμάρων της ζωφόρου του Παρθενώνα στην Αθήνα και το Βρετανικό Μουσείο την αρνείται.

Με την ίδια προβλεψιμότητα, επαναλήφθηκαν και τώρα κατά κόρον στην ελληνική δημόσια σφαίρα διατυπώσεις περί της αυτονόητης κυριότητας των μαρμάρων από «εμάς». Ένα πρώτο πληθυντικό πρόσωπο πανταχού παρόν και μηδέποτε διευκρινιζόμενο: οι Άγγλοι αρνήθηκαν να μας τα δώσουν, παρόλο που σ’ εμάς ανήκουν νομίμως αλλά μας τα είχαν κλέψει, είναι κλεπταποδόχοι, πλιατσικολόγοι κ.λπ.




Ο Ludwig Ross, που διαδραμάτισε καίριο ρόλο στην αρχαιολογική δραστηριότητα κατά τα πρώτα χρόνια του νέου κράτους και ο οποίος διατελούσε Γενικός Έφορος Αρχαιοτήτων και ο πρώτος καθηγητής Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, παρατήρησε, ότι στις τακτικές εξορμήσεις του προς αναζήτηση αρχαιοτήτων (τις οποίες συχνά έβρισκε ενσωματωμένες σε ερειπωμένες βυζαντινές εκκλησίες) ανακάλυπτε, ότι πολλοί ντόπιοι εξακολουθούσαν να χρησιμοποιούν αρχαίες επιγραφές ως σκαλοπάτια ή ακόμα και λίθινες σαρκοφάγους ως σκάφες πλυσίματος.
Οι μαρμαρογλύπτες συνήθιζαν να χρησιμοποιούν αρχαία μαρμάρινα αγάλματα ως πρώτη ύλη για το έργο τους. Σε πολλούς σημαντικούς αρχαιολογικούς χώρους επί αιώνες λειτουργούσαν ασβεστοκάμινοι.
Σε πίνακες ξένων περιηγητών εικονίζονται ρωμιοί μαρμαράδες με εργαλεία στα χέρια να σπάνε μάρμαρα στην Ακρόπολη, όπου υπήρχε άφθονη άριστης ποιότητας πρώτη ύλη. Πολλά από αυτά τα μάρμαρα έχουν γίνει ασβέστης ή έχουν εντοιχισθεί σε διάφορες κατασκευές σε όλη την γύρω περιοχή, με την Πλάκα να αποτελεί το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα.
Φανταστείτε πόσο συχνό πρέπει να ήταν το φαινόμενο να εργάζονται μαρμαράδες στην Ακρόπολη προσποριζόμενοι αρχαία υλικά, ώστε να κάνει εντύπωση στους ξένους περιηγητές και να το ζωγραφίζουν.
Διαβάστε στην «Ελεύθερη Έρευνα»: Με τα σκεπάρνια της Ρωμιοσύνης.


Το ποια θα είναι η τύχη των μαρμάρων είναι ένα πρακτικό ζήτημα και μπορεί να επιλυθεί έτσι ή αλλιώς. Χωρίς να προδικάζει κανείς ή να παίρνει θέση επ’ αυτού, είναι πάντως χρήσιμο να κατανοήσουμε ότι αυτού του είδους η λογική είναι εσφαλμένη, και αυτό έχει ενδεχομένως σημασία για την διεθνή δραστικότητα μιας τέτοιας επιχειρηματολογίας. Η φράση «τα μάρμαρα μας ανήκουν», όταν προβάλλεται ως κριτήριο για να καθοριστεί η κυριότητα ενός αρχαίου αντικειμένου, είναι ανακριβής, για λόγους που έχουν να κάνουν τόσο με την πρώτη, όσο και με τη δεύτερη από τις υπογραμμισμένες λέξεις.

Ποιοι είναι αυτοί οι «εμείς»; Προφανώς η Ελλάδα, το ελληνικό κράτος. Διότι αυτό είναι που υποβάλλει το αίτημα. Ή «οι Έλληνες», νομίμως εκπροσωπούμενοι από το κράτος «τους».

Όμως, η «Ελλάδα», ως υποκείμενο διεθνούς δικαίου, ή ως υποκείμενο γενικώς, οποιουδήποτε τύπου, στο οποίο να μπορεί να «ανήκει» κάτι, δεν υπήρχε όταν κατασκευάστηκε ο Παρθενώνας, ούτε όταν αποσπάστηκαν μέρη του. Ιδρύθηκε το 1831.

Επιπλέον, ακόμη και αν υποθέταμε ότι η απόσπαση των μαρμάρων από τον λόρδο Έλγκιν ήταν παράνομη όταν έγινε, η παρανομία αυτή δεν μπορεί να προβληθεί σήμερα νομικά από κανέναν, διότι ούτε ο δράστης ούτε το θύμα της φερόμενης ως παρανομίας (η Οθωμανική Αυτοκρατορία) υφίστανται σήμερα. Άρα δεν υπάρχει νομικά κάποιος που να δικαιολογεί έννομο συμφέρον να την προβάλει.



Καμία ιστορική βάση δεν υπάρχει στα περί δήθεν προσφοράς στους πολιορκημένους τούρκους ποσοτήτων μολυβιού, για να σταματήσουν την αφαίρεση του συνδετικού μετάλλου από τους κίονες του Παρθενώνα. Αυτό το περιστατικό, που αναφέρεται στα αναγνωστικά των σχολείων και χρησιμοποιείται με περηφάνεια στους εθνικούς πανηγυρικούς, αποτελεί πλάσμα φαντασίας, έναν ακόμη μύθο της Ρωμιοσύνης.
Στην πραγματικότητα, οι ρωμιοί συναγωνίζονταν τους οθωμανούς στις καταστροφές των αρχαιοτήτων κατά τις πολιορκίες της Ακρόπολης, άλλοτε βομβαρδίζοντάς την αδιακρίτως κι άλλοτε σκάβοντας κι ανατινάζοντας υπόγεια λαγούμια, σπάζοντας και κυλώντας από ψηλά κίονες του Παρθενώνα και καταστρέφοντας τα μνημεία, προκειμένου να πάρουν οι ίδιοι το μολύβι για τα κανόνια τους.
Διαβάστε στην «Ελεύθερη Έρευνα»: Όταν οι ρωμιοί, με θείες ευλογίες βομβάρδιζαν την Ακρόπολη...


Η επιμονή σε αυτόν τον ισχυρισμό δεν φαίνεται να έχει κάποια πειστικότητα διεθνώς, και ιδίως –όπερ και το κρίσιμο- στη βρετανική κοινωνία. Αν δούμε τους, όποιους, λόγους αναπτύσσονται στο εσωτερικό της τελευταίας υπέρ μιας επιστροφής, σε αυτούς η Ελλάδα και η «αποκλειστική ιδιοκτησία» της όχι μόνο δεν αναφέρονται ως επιχείρημα, αλλά ρητά απορρίπτονται. Θα πάρω εδώ ως παράδειγμα ένα άρθρο του 2017 στην Γκάρντιαν, γραμμένο από έναν Βρετανό εμπειρογνώμονα, υπέρμαχο της επιστροφής των μαρμάρων. Σε αυτό, ο συγγραφέας, μολονότι είναι νομικός, (ή μάλλον, ακριβώς γι’ αυτό), ενώ ρητά μιλά για κλοπή από «έναν Σκωτσέζο διπλωμάτη», δεν λέει τίποτε για (σημερινές) «ιδιοκτησίες», έχει την κάπως απρόσμενη για μας ιδέα να συνδέσει την επιστροφή των γλυπτών με τις διαπραγματεύσεις για το Brexit: «Let’s do a Brexit deal with the Parthenon marbles», όπως λέει χαρακτηριστικά στον τίτλο του άρθρου.

Την πρόταση αυτή την αιτιολογεί ως εξής:

Αν θέσουμε την επιστροφή των κλεμμένων μαρμάρων του Λόρδου Έλγκιν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων για το Brexit, αυτό θα ήταν ευεργετικό για τη Βρετανία και θα αποτελούσε έναν θρίαμβο για την ευρωπαϊκή αναβάθμιση της κληρονομιάς της.

Η επανένωση των Γλυπτών είναι μια πολιτιστική επιταγή, όχι τόσο για την Ελλάδα (οι τωρινοί πολίτες της είναι αμφίβολο αν κατάγονται από τον Περικλή), όσο για την Ευρώπη. Ενωμένα, θα στέκουν ως μια μοναδική αναπαράσταση των απαρχών της πολιτισμένης ζωής στην Ευρώπη, 2.500 χρόνια πριν.


Στον ελληνικό ηλεκτρονικό τύπο, το άρθρο αυτό αποτέλεσε αντικείμενο ενός τουλάχιστον δημοσιεύματος (eirinika.gr), με τον σχοινοτενή και κάπως παραπλανητικό τίτλο «Η Αμάλ Αλαμουντίν & το αφεντικό της Τ. Ρόμπερτσον: Brexit – Χρυσή ευκαιρία να επιστρέψει η Αγγλία τα Γλυπτά» (ο Ρόμπερτσον δεν ήταν «αφεντικό» της κας Αλαμουντίν, και εν πάση περιπτώσει το άρθρο το έγραψε μόνος του, η τελευταία δεν είχε κάποια συμμετοχή σε αυτό).

Στο δημοσίευμα, όμως, υπάρχει και μία ακόμη, σοβαρότερη —και χαρακτηριστική— λαθροχειρία: ενώ παρατίθεται μέσα σε εισαγωγικά ακριβώς η τελευταία αυτή παράγραφος μεταφρασμένη στα ελληνικά, ωστόσο από το δημοσιευμένο κείμενο απουσιάζει η φράση μέσα στην παρένθεση, την οποία υπογράμμισα εγώ. Προφανώς η η κα Ειρήνη Νικολοπούλου δεν βρήκε του γούστου της την αναφορά στην «αμφίβολη καταγωγή των σημερινών Ελλήνων πολιτών από τον Περικλή» και την λογόκρινε για να προστατεύσει τα ευαίσθητα αυτιά των αναγνωστών της.

Και αυτή η επιχειρηματολογική στρατηγική βεβαίως δεν ξεφεύγει από την αρχαιολατρική-αποικιοκρατική λογική περί της Ελλάδας ως «απαρχής του πολιτισμού»· απλώς παραιτείται από τον βρετανικό επαρχιωτισμό και μεταφέρει αυτή τη λογική σε ένα ευρωκεντρικό επίπεδο. Παρέθεσα όμως το απόσπασμα για να δείξω ότι, στην ίδια την Αγγλία, άνθρωποι που είναι υπέρ της επιστροφής των μαρμάρων, το κάνουν με τελείως άλλο σκεπτικό, όχι επειδή πείστηκαν ότι αυτά «μας ανήκουν».


Το επάνω σχέδιο απεικονίζει το αέτωμα του Παρθενώνα, όπως πρέπει να ήταν την αρχαία εποχή.
Το μεσαίο σχέδιο είναι του 1674, στο οποίο φαίνεται, ότι το κεντρικό τμήμα και ένα πολύ μεγάλο μέρος του αετώματος ήδη λείπουν, 150 περίπου χρόνια πριν την επίσκεψη του Έλγιν.
Η κάτω φωτογραφία είναι σύγχρονη, μετά την αφαίρεση επί πλέον μαρμάρων από τον Έλγιν.
Τα μάρμαρα, που πήγαν όμως στην Αγγλία, αφ' ενός δεν είναι τόσα πολλά, όσα είχαν ήδη καταστρέψει οι ρωμιοί τόσα χρόνια κι αφ' ετέρου διασώθηκαν με την τοποθέτησή τους στο Βρετανικό Μουσείο
και δεν κατάντησαν κι αυτά ναοί, μάντρες, κεμπαμπτζίδικα κ.λπ..
Ο Έλγιν απλά αποτελεί το άλλοθι της Ρωμιοσύνης, προκειμένου να καλυφθούν οι μεγάλες καταστροφές του Παρθενώνα, που προξένησαν οι ίδιοι οι ρωμιοί.


Το επιχείρημα αυτό λοιπόν δεν φαίνεται να βοηθά ιδιαίτερα την καμπάνια. Και ευλόγως: η εικόνα ενός πεισμωμένου παιδιού που χτυπάει κάτω το πόδι του επαναλαμβάνοντας «είναι δικά μου, δικά μου, θέλω να μου τα δώσετε», το μόνο που είναι πιθανό να προκαλέσει είναι: εκνευρισμό σε όσους το ακούνε, και την μελοδραματικού τύπου ηττοπαθή αυτοδικαίωση —αλλά και διαιώνιση— της κλεμμένης απόλαυσης σε όσους το λένε.



Σημείωση:
Το παραπάνω κείμενο δημοσιεύτηκε επίσης
στο blog του συγγραφέα Nomadic universality.
Οι φωτογραφίες και οι λεζάντες
προστέθηκαν με μέριμνα της «Ελεύθερης Έρευνας».



Ο Άκης Γαβριηλίδης γεννήθηκε το 1964 στη Θεσσαλονίκη.
Έχει ολοκληρώσει διδακτορικό στη Φιλοσοφία του Δικαίου (ΑΠΘ) και μεταδιδακτορική έρευνα στην Πολιτική Ανθρωπολογία (ΠΑΜΑΚ).
Από το 1995 ζει στις Βρυξέλλες, όπου απασχολείται επαγγελματικά ως μεταφραστής και ερασιτεχνικά ως ραδιοφωνικός παραγωγός.
Πολυάριθμα πρωτότυπα κείμενα και μεταφράσεις του έχουν δημοσιευθεί σε έντυπα διαφόρων χωρών, καθώς και στο Διαδίκτυο (ιδίως στο μπλογκ nomadicuniversality).
Έχει εκδώσει επτά βιβλία στα ελληνικά και ένα στα αγγλικά για θέματα όπως η νεκροφιλία του πατριωτισμού, ο ελληνικός εμφύλιος, ο Άκης Πάνου, ο Μπίλλυ Ουάιλντερ, οι Πόντιοι και η οικονομικοπολιτική κρίση.

ΓΡΑΨΤΕ ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ ΣΑΣ