Στη συλλογική συνείδηση, η ιδιότητα του Ποντίου έχει αμφιμονοσήμαντα ταυτιστεί με την ιδιότητα του θύματος (γενοκτονίας), της ηρωικής θυσίας, τόσο που το ένα σημαίνον
μπορεί –αν όχι οφείλει– να παίρνει απροβλημάτιστα τη θέση του άλλου.
Ωστόσο, η Βουλή των Ελλήνων έχει αναγνωρίσει δύο ξεχωριστές γενοκτονίες, και έχει ορίσει δύο διαφορετικές ημερομηνίες εορτασμού τους: τη «γενοκτονία των Ελλήνων της Μικράς Ασίας από το Τουρκικό Κράτος», η οποία τιμάται (όχι και πολύ ενθέρμως) στις 14 Σεπτεμβρίου, και τη «γενοκτονία του Ποντιακού Ελληνισμού» η οποία τιμάται (εν ανάγκη και με ξυλοδαρμούς, σ.σ. βλ. περσινό ξυλοδαρμό Μπουτάρη) στις 19 Μαΐου.
Οι δύο αυτές ημέρες καθιερώθηκαν με τέσσερα χρόνια διαφορά: το 1994 η μία και το 1998 η άλλη. Ωστόσο, στην κούρσα που ξεκίνησε τότε, η ποντιακή γενοκτονία άφησε χιλιόμετρα πίσω την ελληνική μολονότι ξεκίνησε με χάντικαπ.
Το γεγονός ότι στην κοινωνική / γλωσσική χρήση επικράτησε συντριπτικά η δεύτερη ρίχνοντας στην αφάνεια την πρώτη, η οποία έμεινε ουσιαστικά μια γενοκτονία χωρίς
απογόνους –ή, τουλάχιστον, χωρίς απογόνους που θίγονται από την αμφισβήτησή της– και χωρίς διεκδικητές, μπορεί να μας οδηγήσει να βγάλουμε μερικά συμπεράσματα.
Και πρώτα απ’ όλα, αρκεί από μόνο του για να διαψεύσει την υποτιθέμενη φυσικότητα με την οποία αναφέρονται όλοι στην «ποντιακή γενοκτονία» σαν να είναι ένα αδιαφιλονίκητο, αυτονόητο και γνωστό σε όλους γεγονός.
Διότι δείχνει ότι «γεγονότα» υπάρχουν πολλά, αλλά οι κοινωνικές πρακτικές δεν προκύπτουν από «γεγονότα». Προκύπτουν από μια επιθυμία να οικειοποιηθούμε «γεγονότα» και να τα βάλουμε στο λόγο μας. Η αναφορά αυτή δεν είναι η κοινότοπη επανάληψη μιας εδραιωμένης αλήθειας· είναι μια πολιτική επιλογή ανάμεσα σε περισσότερες δυνατές.
Η βασική πηγή βεβαιότητας, και το έσχατο επιχείρημα, για το ότι «γενοκτονία τελέστηκε και είναι πρόκληση να αμφισβητείται», ήταν πάντα ότι «το αναγνώρισε η Βουλή των Ελλήνων, και συνιστά αντεθνική στάση να αμφισβητούμε μια κρατική απόφαση». Ωστόσο, πέραν της προφανούς αντίρρησης ότι η επιστημονική αλήθεια δεν είναι ζήτημα ψηφοφοριών, εν προκειμένω γεννάται και η ένσταση της εσωτερικής ασυνέπειας ενός τέτοιου ισχυρισμού: η Βουλή των Ελλήνων αναγνώρισε δύο «γεγονότα», αλλά το ένα ουσιαστικά λησμονήθηκε· πάντως δεν είναι σε θέση να πυροδοτήσει ιερή αγανάκτηση ή άλλες συναισθηματικά φορτισμένες αντιδράσεις.
Αν αυτό είναι σε θέση να το κάνει μόνο η «ποντιακή γενοκτονία», αυτό οφείλεται στο ότι συνδέεται με ένα ιδιαίτερο καθεστώς απόλαυσης, όπως έχω εδώ και καιρό υποστηρίξει στο σχετικό βιβλίο μου (βλ: Εμείς οι έποικοι. Ο νομαδισμός των ονομάτων και το ψευδοκράτος του Πόντου). Η 19η Μαΐου έχει αποκρυσταλλωθεί ως η εθνική επέτειος του ποντιακού ψευδοκράτους· είναι πλέον μια πραγματική Pontian pride day, η κατεξοχήν μέρα επιβεβαίωσης της χωριστής ποντιακής υποκειμενικότητας σε (σχετική) αυτονομία από την ελληνική.
Ίσως έτσι να εξηγείται το μίσος και η ανταγωνιστική διάθεση απέναντι στο Gay pride που διαδόθηκε ψευδώς ότι διεξαγόταν την ίδια μέρα, η αίσθηση ότι αυτό «προσβάλλει» τον άλλο εορτασμό και μειώνει τη σημασία του. Ή μάλλον, πρώτα απ’ όλα, η ίδια η διάδοση του αστικού αυτού μύθου.
Το παραπάνω κείμενο αποτελεί απόσπασμα του άρθρου:
«Πώς οι Πόντιοι καπέλωσαν τους Έλληνες», που έχει αναρτηθεί
στο blog του συγγραφέα: Nomadic universality.
Ο τίτλος προστέθηκε με μέριμνα της «Ελεύθερης Έρευνας».
ΣΤΗΝ «ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΕΡΕΥΝΑ»
ΤΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ:
ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ
ΛΟΓΙΚΗΣ:
Ο παραλογισμός
του Ποντιακού Ζητήματος.