Η παρούσα μελέτη επιχειρεί κατά κύριο λόγο να συνθέσει μια ιστορία του νεότερου ελληνικού αθλητισμού. Η επιλογή των συγκεκριμένων χρονικών ορίων (1870-1922) υποδηλώνει μια θέση και μια υπόθεση.
Επιθυμεί, πρώτον, να αναδείξει την ιστορικότητα των σπορ και να διαφοροποιηθεί από προσεγγίσεις που αντιμετωπίζουν το παιχνίδι και κατ' επέκταση τα σπορ (μια μορφή παιχνιδιού) ως διαχρονικό δομικό στοιχείο του ανθρώπινου πολιτισμού.
Ενδιαφέρεται, δεύτερον, να ελέγξει το ερευνητικό δίλημμα της συνέχειας ή ασυνέχειας από τα παραδοσιακά παιχνίδια στα σύγχρονα σπορ κατά τη μετάβαση από την παραδοσιακή στη σύγχρονη κοινωνία.
Ως προς την ελληνική πραγματικότητα, η δεκαετία του 1870 αφενός και η Μικρασιατική Καταστροφή αφετέρου σηματοδοτούν σημαίνουσες αλλαγές τόσο για το σύνολο της κοινωνίας όσο και για τον αθλητισμό.
Μέσα στη δεκαετία του 1870 σημειώνονται οι πρώτες ασυντόνιστες προσπάθειες για ίδρυση αθλητικών σωματείων, εντός και έκτος ελληνικού κράτους. Από τότε μπορούμε να μιλάμε επομένως για οργανωμένη άσκηση, ανεξάρτητη από τους εκπαιδευτικούς θεσμούς.
Το 1922 επίσης αποτελεί το αδιαμφισβήτητο όριο για την αλλαγή της φυσιογνωμίας του ελληνικού αθλητισμού: μαζικοποιείται, κυρίως ως θέαμα, διευρύνεται η κοινωνική του βάση, εμφανίζεται ο αθλητικός ημερήσιος τύπος, ενώ αλλοιώνεται ο συσχετισμός δυνάμεων μεταξύ των διάφορων σπορ. Στο εξής, το ποδόσφαιρο θα είναι ο αδιαφιλονίκητος πρωταγωνιστής.
Η περίοδος λοιπόν ως το 1922 μπορεί να θεωρηθεί ως το προοίμιο της σύγχρονης ιστορίας των σπορ στην Ελλάδα. Τότε δημιουργούνται οι πρώτοι σύλλογοι, κάποιοι από τους οποίους δρουν μέχρι σήμερα, καθιερώνονται οι πρώτοι αθλητικοί θεσμοί και η αθλητική γραφειοκρατία, συντάσσεται η πρώτη σχετική νομοθεσία και κωδικοποιούνται οι κανόνες της αθλητικής αναμέτρησης, κατασκευάζονται ιδιαίτεροι τόποι άθλησης στις πόλεις, το αθλητικό θέαμα αποκτά περιοδικότητα και προσελκύει ένα συνεχώς διευρυνόμενο κοινό. Κυρίως όμως, η παρουσία των σπορ στην Ελλάδα του 19ου αιώνα αντανακλά τη δυναμική ευρύτερων κοινωνικών και πολιτισμικών αλλαγών.
Φαίνεται πράγματι ότι η εμφάνιση και εξάπλωση της σωματικής άσκησης ως μέσου ψυχαγωγίας και δραστηριότητας της σχόλης συνδέεται με την ανάπτυξη και διεύρυνση μιας ελληνικής αστικής τάξης και την ανάπτυξη των πόλεων άλλα και με μια σειρά από ιδεολογικούς μετασχηματισμούς ως προς την αξία του σώματος. Το γεγονός εξάλλου ότι η ενασχόληση με τα σπορ γίνεται στο πλαίσιο του αθλητικού σωματείου ανταποκρίνεται στη θέση που κατακτά το φαινόμενο της εθελοντικής συσσωμάτωσης στη ζωή των ανερχόμενων μεσαίων στρωμάτων σε ολόκληρη την Ευρώπη του 19ου αιώνα.
Το σωματείο εκφράζει τόσο τις πολιτικές αξίες του φιλελευθερισμού όσο και ένα νέο κώδικα συμπεριφορών που συμπυκνώνει το σύστημα αξιών της αστικής τάξης: ισότητα, ανδρισμός, ελεύθερος χρόνος και ψυχαγωγία. Το αθλητικό σωματείο δεν είναι μόνο τόπος σωματικής άσκησης για τα μέλη του· προσφέρει επίσης τη δυνατότητα ανάπτυξης μιας νέας μορφής κοινωνικότητας η οποία διακρίνεται για τον τυπικό, δημόσιο και θεσμοθετημένο χαρακτήρα της.
Με βάση τις διαπιστώσεις αυτές, η ανάλυση που ακολουθεί επιδιώκει να κινηθεί σε πολλά επίπεδα. Καταρχάς, παρακολουθείται η εξέλιξη των αντιλήψεων σχετικά με τη σωματική άσκηση μετά τη δημιουργία του ελληνικού κράτους ώστε να φανεί η μετάβαση από την αδιαφορία και την αμφισβήτηση στην αποδοχή και την εδραίωση. Η πορεία αύτη συνδέεται άρρηκτα με τις κυρίαρχες απόψεις ως προς τους σκοπούς και τα μέσα της αγωγής γενικότερα. Δεδομένου ότι η άθληση παραπέμπει πάγια στη νεότητα, τα επιχειρήματα που στοχεύουν στη νομιμοποίησή της δεν μπορούν παρά να αφορούν είτε στη διάπλαση είτε στην ψυχαγωγία των νέων.
Οι εκπαιδευτικοί θεσμοί αποτελούν, μέσα απ' αυτό το πρίσμα, τον πρώτο χώρο υποδοχής των νέων αντιλήψεων άλλα και πρακτικών.
Η επισκόπηση αυτή επιτρέπει επιπλέον τη διάκριση ανάμεσα στη γυμναστική και τα σπορ, μια διάκριση απαραίτητη και για την κατανόηση της λειτουργίας των αθλητικών σωματείων αλλά και, ευρύτερα, της ιστορίας του αθλητισμού.
Στη συνέχεια αναζητούνται τα πρώτα ίχνη της παρουσίας των σύγχρονων σπορ στην Ελλάδα, τόσο μέσα από τις πρώιμες, μη οργανωμένες πρακτικές όσο και μέσα από τους πρώτους αθλητικούς θεσμούς, δηλ. τους αγώνες και τα γυμναστήρια.
Μας ενδιαφέρει κυρίως να ορίσουμε τη μετάβαση από παραδοσιακούς τρόπους ψυχαγωγίας, μέσω των αναμετρήσεων σωματικής ρώμης και δεξιότητας στο πλαίσιο του πανηγυριού, στους σύγχρονους τρόπους
διασκέδασης μέσω της αθλητικής πρακτικής και του αθλητικού θεάματος του σταδίου και του γηπέδου. Από την αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων μάλιστα, μπορούμε να παρακολουθήσουμε τη συνεπή πορεία θεσμοθέτησης του νέου ημερολογίου των αθλητικών συναντήσεων, την κωδικοποίηση και εξειδίκευση τους, τη διατύπωση κανόνων διεθνούς ισχύος άλλα και την ίδρυση εθνικών αθλητικών θεσμών, όπως ο Σύνδεσμος Ελληνικών Γυμναστικών και Αθλητικών Σωματείων (Σ.Ε.Γ.Α.Σ.) και η Επιτροπή Ολυμπιακών Αγώνων (Ε.Ο.Α.).
Στις αρχές του 20ού αιώνα, ο αθλητισμός γίνεται πεδίο σύγκρουσης κοινωνικού κύρους και πολιτικής εξουσίας και εμπλέκεται στη δίνη του Διχασμού. Η ανάλυση των αθλητικών σωματείων ξεκινά από τη γενική παρουσίαση της εξέλιξης των μη επαγγελματικών σωματείων βάσει της σχετικής νομοθεσίας και της σχέσης με την κεντρική εξουσία.
Όπως ήδη σημειώθηκε, το αθλητικό σωματείο δεν μπορεί παρά να αντιμετωπιστεί ως τμήμα της ευρύτερης εξάπλωσης των εθελοντικών οργανώσεων στον ελληνικό χώρο και, συνεπώς, η εμφάνιση και η λειτουργία του υπόκεινται στους ίδιους θεσμικούς περιορισμούς με τα υπόλοιπα είδη σωματείων. Αυτό ισχύει κατεξοχήν για τη σύνταξη των καταστατικών τα οποία ακολουθούν ένα κατά βάση ενιαίο και τυποποιημένο πρότυπο και ρυθμίζουν τη λειτουργία του σωματείου με βάση τις φιλελεύθερες αρχές της ισότητας των μελών και του αντιπροσωπευτικού συστήματος. Η μελέτη εντούτοις των ίδιων των καταστατικών αποδεικνύει τα κοινωνικά όρια —φύλου και τάξης— της αρχής της ισότητας.
Αυτός είναι και ο στόχος της αποδελτίωσης ενός σώματος καταστατικών αθλητικών σωματείων για την περίοδο ως το 1900: να αναδειχθούν οι μηχανισμοί αναπαραγωγής των κοινωνικών ανισοτήτων που υπάρχουν έξω από το σωματείο καθώς και τα μέσα εμπέδωσης και διατήρησης της κοινωνικής ταυτότητας. Επίσης, μέσα από την ανάλυση των σκοπών των σωματείων, να διαφανούν οι κοινωνικές λειτουργίες της σωματικής άσκησης και οι διασυνδέσεις της με την εθνικιστική ιδεολογία.
Τέλος, επιχειρούμε να φωτίσουμε τις πτυχές της σωματειακής ζωής που είναι κρυμμένες από το ορθολογικό κανονιστικό πρότυπο του καταστατικού: τις ανθρώπινες επαφές με τις αρμονικές ή συγκρουσιακές τους όψεις, τις φιλικές σχέσεις, τα οικογενειακά δίκτυα, τα ερωτοτροπήματα ενδεχομένως που επιτρέπει η συναναστροφή όχι μόνο σε αθλητικές αλλά και σε έξω-αθλητικές συναντήσεις στο πλαίσιο πάντα του σωματείου. Το γενικό αυτό σχέδιο υποθέσεων για τα αθλητικά σωματεία ελέγχεται μέσα από την ανάλυση τεσσάρων αθλητικών σωματείων της πρωτεύουσας και μιας ομάδας ειδικών σωματείων. Πρόκειται για τον Πανελλήνιο Γυμναστικό Σύλλογο, τον Εθνικό Γυμναστικό Σύλλογο, τον Όμιλο Ερετών Πειραιώς, τον Όμιλο Αντισφαίρισης Αθηνών
(τότε, Lawn Tennis Club) και τους ποδηλατικούς και περιηγητικούς συλλόγους.
Η επιλογή υπαγορεύτηκε εν μέρει και από πρακτικά κριτήρια: πρόκειται για συλλόγους που δρουν και σήμερα και διατηρούν ένα αρκετά ενημερωμένο αρχείο για τη δράση τους από τον προηγούμενο αιώνα. Είναι όλοι τοποθετημένοι στην περιοχή της πρωτεύουσας (Αθήνα και Πειραιά) και, επομένως, η δράση τους μπορεί να αναλυθεί σε συνδυασμό με την ανάπτυξη του σημαντικότερου ελληνικού αστικού κέντρου. Επιπλέον, έχουν διαφορετικές δραστηριότητες, ασχολούνται με διαφορετικά σπορ και, όπως φαίνεται, συσπειρώνουν διαφορετικές μερίδες της ελλαδικής αστικής τάξης. Η μελέτη τους στηρίζεται σε κοινά ερωτήματα αλλά η επεξεργασία των τεκμηρίων ακολουθεί διαφορετικούς κατά περίπτωση δρόμους.
Σε γενικές γραμμές, αναζητείται η ιδιαίτερη ταυτότητα του κάθε συλλόγου και τα στοιχεία που τη συγκροτούν, το οικονομικό και ανθρώπινο μέγεθος του σωματείου, η κοινωνική και ηλικιακή σύνθεση των μελών, η άσκηση εξουσίας στο εσωτερικό του (διοίκηση και αθλητές) αλλά και σε σχέση με ευρύτερα πολιτικά δίκτυα, οι κανόνες λειτουργίας και η ρύθμιση της σωματειακής ζωής (σύστημα ποινών και πειθαρχικών κυρώσεων), οι μορφές, οι τόποι και οι συχνότητες της ενδοσωματειακής, της διασωματειακής και της ενδοαστικής κοινωνικότητας.
448 σελίδες, αρχείο μορφής pdf, 23,6 ΜΒ.
Κατεβάστε δωρεάν ολόκληρο το βιβλίο κάνοντας κλικ εδώ.